Anonymous

σχοινοδρόμος: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_15)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχοινοδρόμος''': ὁ, ὁ τρέχων ἐπὶ [[σχοινίων]], ὁ ἐν τῇ νηῒ σχ. Ἡσύχ.
|lstext='''σχοινοδρόμος''': ὁ, ὁ τρέχων ἐπὶ [[σχοινίων]], ὁ ἐν τῇ νηῒ σχ. Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />ελκόμενο [[ντεκοβίλ]] χρησιμοποιούμενο σε ορυχεία και σε [[μεταλλεία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που τρέχει, που βαδίζει [[πάνω]] σε [[σχοινί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πελαγο</i>-[[δρόμος]].
}}
}}