3,274,313
edits
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />propre à troubler, à agiter, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]]. | |btext=ή, όν :<br />propre à troubler, à agiter, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ή, -ό / [[ταρακτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ταραχτικός]], -ή, -ό, Ν [[ταράκτης]]<br />αυτός που προκαλεί [[ταραχή]], ψυχική [[αναστάτωση]], [[συνταρακτικός]] (α. «ταρακτικές ειδήσεις» β. «τῶν αἰσθητηρίων ἀκοὴ ταρακτικώτατόν ἐστι τῆς ψυχῆς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ταρακτικός]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[στασιαστής]] («τοὺς ταρακτικοὺς καὶ νεωτεριστάς», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> (για τροφές) αυτός που προκαλεί στομαχικές διαταραχές. | |||
}} | }} |