Anonymous

τιλμός: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_15)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τιλμός''': ὁ, τὸ τίλειν ἢ ἀποσπᾶν τὰς τρίχας, μάδημα τῶν τριχῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 839· συναπτόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[κνησμός]], ὡς [[σύμπτωμα]] νόσου, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ α΄ 959.
|lstext='''τιλμός''': ὁ, τὸ τίλειν ἢ ἀποσπᾶν τὰς τρίχας, μάδημα τῶν τριχῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 839· συναπτόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[κνησμός]], ὡς [[σύμπτωμα]] νόσου, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ α΄ 959.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[τίλλω]]<br /><b>1.</b> βίαιη [[απόσπαση]] τών τριχών, [[μάδημα]]<br /><b>2.</b> [[εκρίζωση]], [[ξερίζωμα]] («τιλμὸς καλάμου», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[εξαγωγή]] τών ινών φυτού («τιλμὸς σησάμου», πάπ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τιλμὸς ὀσπρίων» — [[αποφλοίωση]] οσπρίων.
}}
}}