3,274,306
edits
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’user, de consumer, d’épuiser;<br /><b>2</b> pratique consommée, longue expérience;<br /><b>3</b> action de traîner en longueur, retard, délai, lenteur : μὴ τριβὰς [[ἔτι]] SOPH plus de retard, ne tardez plus ; <i>particul.</i> action <i>ou</i> manière d’occuper le temps, passe-temps;<br /><b>4</b> occupation, objet de soins <i>ou</i> de sollicitude.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’user, de consumer, d’épuiser;<br /><b>2</b> pratique consommée, longue expérience;<br /><b>3</b> action de traîner en longueur, retard, délai, lenteur : μὴ τριβὰς [[ἔτι]] SOPH plus de retard, ne tardez plus ; <i>particul.</i> action <i>ou</i> manière d’occuper le temps, passe-temps;<br /><b>4</b> occupation, objet de soins <i>ou</i> de sollicitude.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[τρίβω]]<br /><b>1.</b> το να τρίβει [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]] ή το να τρίβεται [[κανείς]] από κάποιον ή από [[κάτι]] (α. «με την [[τριβή]] αναπτύσσεται [[θερμότητα]]» β. «[[τύλη]] δ' ἐκαλεῑτο ἡ ἐπὶ τοῖς τραχήλοις αὐτῶν ὑπὸ τῶν ἀχθῶν γινομένη [[τριβή]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> [[φθορά]] που προέρχεται από τη [[χρήση]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b><br />η [[εμπειρία]] που αποκτάται από τη συνεχή [[ενασχόληση]] με [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> η [[δύναμη]] που ασκείται σε ένα [[σώμα]] παράλληλα με την [[επιφάνεια]] [[επαφής]] του με ένα [[άλλο]] [[σώμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τριβή]] κυλίσεως»<br /><b>φυσ.</b> η [[τριβή]] που ασκείται [[μεταξύ]] τών επιφανειών δύο σωμάτων όταν το ένα [[σώμα]] κυλίεται [[επάνω]] στην [[επιφάνεια]] του άλλου<br />β) «[[τριβή]] ολισθήσεως»<br /><b>φυσ.</b> η [[τριβή]] που ασκείται [[μεταξύ]] τών επιφανειών δύο σωμάτων όταν το ένα [[σώμα]] ολισθαίνει [[πάνω]] στο [[άλλο]]<br />γ) «εσωτερική [[τριβή]]»<br /><b>φυσ.-χημ.</b> η [[αντίσταση]] την οποία παρουσιάζει ένα ρευστό στη [[μετακίνηση]] ενός μέρους του σε [[σχέση]] με ένα [[άλλο]] [[μέρος]] του, αλλ. ιξώδες<br />δ) «[[συντελεστής]] τριβής»<br /><b>φυσ.</b> ο [[σταθερός]] [[λόγος]] της δύναμης τριβής ολίσθησης [[προς]] τη [[δύναμη]] που ενεργεί [[κάθετα]] [[προς]] την τριβόμενη [[επιφάνεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απλή [[άσκηση]] ή [[ενασχόληση]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την αληθινή [[τέχνη]] («μὴ τριβῇ μόνον καὶ ἐμπειρίᾳ 'ἀλλὰ τέχνῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός για τον οποίο φροντίζει και ανησυχεί [[κάποιος]], [[αντικείμενο]] φροντίδας ή αγάπης («φίλον... Ὀρέστην,τῆς ἐμῆς ψυχῆς [[τριβήν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δαπάνη]] χρόνου («[[βίος]]... οὐκ [[ἄχαρις]] ἐς τὴν [[τριβήν]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αναβολή]], [[χρονοτριβή]], [[βραδύτητα]] («θεωροῡντες δὲ τὸν πόλεμον αὐτοῑς τριβὴν λαμβάνοντα», <b>Πολ.</b>). | |||
}} | }} |