Anonymous

ὑπνωδία: Difference between revisions

From LSJ
43
(6_11)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπνωδία''': ἡ, τὸ ὑπνῶδες ἢ ὑπνηλόν, [[νυσταγμός]], Ἰάμβλ. Προτρ. σ. 326.
|lstext='''ὑπνωδία''': ἡ, τὸ ὑπνῶδες ἢ ὑπνηλόν, [[νυσταγμός]], Ἰάμβλ. Προτρ. σ. 326.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ὑπνωδία]], ΝΑ [[ὑπνώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατάσταση]] νάρκωσης μερικών εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπνηλία]].
}}
}}