Anonymous

ὑπόπλεως: Difference between revisions

From LSJ
44
(Bailly1_5)
(44)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ως, ων;<br /><i>att. c.</i> [[ὑπόπλεος]].
|btext=ως, ων;<br /><i>att. c.</i> [[ὑπόπλεος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ων, και [[ὑπόπλεος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> ο αρκετά [[γεμάτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει γεμίσει με [[κάτι]] [[χωρίς]] να έχει γίνει [[αντιληπτός]] («ἀργυρίων [[ὑπόπλεος]]», Τιμοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλέως]] / [[πλέος]] «[[γεμάτος]], [[πλήρης]]»].
}}
}}