3,274,306
edits
(T21) |
(45) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=φοβοῦ, ὁ ([[φέβομαι]]; [[like]] [[φόρος]], [[τρόμος]], [[πόνος]], from [[φέρω]], [[τρέμω]], [[πένομαι]]), from [[Homer]] [[down]], the Sept. for יִרְאָה, פַּחַד, אֵימָה ([[terror]]), חִתִּית ([[terror]]);<br /><b class="num">1.</b> [[fear]], [[dread]], [[terror]]; in a subjective [[sense]] ([[οὐδέν]] ἐστι [[φόβος]] [[εἰ μή]] [[προδοσία]] [[τῶν]] [[ἀπό]] λογισμοῦ βοηθημάτων, προσδοκίαν [[λέγω]] κακοῦ [[τοῦτο]], [[εἴτε]] φόβον, [[εἴτε]] [[δέος]] καλεῖτε, [[Plato]], Protag., p. 358d.): [[universally]], [[φόβος]] [[ἐπί]] τινα πίπτει (L Tr); ἐπιπίπτει, R G T WH; L T Tr WH); ἐγένετο, λαμβάνει τινα, [[Homer]] Iliad 11,402); γίνεται τίνι, πλησθῆναι φοβοῦ, συνέχεσθαι φόβῳ, ἔχειν φόβον, [[Herodotus]] 8,12); κατεργάζεσθαι; τίνι φόβον, φοβεῖσθαι φόβον ([[see]] [[φοβέω]], 2), Winer's Grammar, § 32,2; others [[subject]]. genitive); [[ἀπό]] φοβοῦ, for [[fear]], [[ἀπό]] [[τοῦ]] φοβοῦ, for the [[fear]], [[with]] [[which]] [[they]] were struck, [[εἰς]] φόβον, [[unto]] ([[that]] ye [[may]]) [[fear]], [[μετά]] φοβοῦ, καί τρόμου added, ἐν φόβῳ καί ἐν τρόμῳ ([[see]] [[τρόμος]]), τινα ἐν φόβῳ σῴζειν ( ), ἐλεαν (L T Tr WH), [[with]] [[anxious]] [[heed]] [[lest]] ye be [[defiled]] by the [[wickedness]] of those whom ye are rescuing, φόβοι, feelings of [[fear]], fears (Winer's Grammar, 176 (166)), [[φόβος]] τίνος, genitive of the [[object]] ([[our]] [[fear]] of [[one]]): [[τῶν]] Ἰουδαίων, βασανισμοῦ, θανάτου, [[Xenophon]], mem. l, 4,7). In an objective [[sense]], [[that]] [[which]] strikes [[terror]]: [[φόβος]] ἀγαθῶν ἔργων, or [[more]] [[correctly]] ([[with]] L T Tr WH) τῷ ἀγαθῷ ἔργῳ, a [[terror]] to (or for), [[reverence]], [[respect]] (for [[authority]], [[rank]], [[dignity]]): ἡ ἐν φόβῳ [[ἀναστροφή]], behavior coupled [[with]] (cf. ἐν, I:5e.) [[reverence]] for [[one]]'s [[husband]], [[φόβος]] [[with]] a genitive of the [[object]]: [[τοῦ]] κυρίου, Χριστοῦ, ); Θεοῦ, ); Θεοῦ is omitted as suggested by the context, יְהוָה יִרְאַת and אֱלֹהִים יִרְאַת). (Synonyms: [[see]] [[δειλία]], [[δέος]], at the [[end]]; cf. [[φοβέω]].) | |txtha=φοβοῦ, ὁ ([[φέβομαι]]; [[like]] [[φόρος]], [[τρόμος]], [[πόνος]], from [[φέρω]], [[τρέμω]], [[πένομαι]]), from [[Homer]] [[down]], the Sept. for יִרְאָה, פַּחַד, אֵימָה ([[terror]]), חִתִּית ([[terror]]);<br /><b class="num">1.</b> [[fear]], [[dread]], [[terror]]; in a subjective [[sense]] ([[οὐδέν]] ἐστι [[φόβος]] [[εἰ μή]] [[προδοσία]] [[τῶν]] [[ἀπό]] λογισμοῦ βοηθημάτων, προσδοκίαν [[λέγω]] κακοῦ [[τοῦτο]], [[εἴτε]] φόβον, [[εἴτε]] [[δέος]] καλεῖτε, [[Plato]], Protag., p. 358d.): [[universally]], [[φόβος]] [[ἐπί]] τινα πίπτει (L Tr); ἐπιπίπτει, R G T WH; L T Tr WH); ἐγένετο, λαμβάνει τινα, [[Homer]] Iliad 11,402); γίνεται τίνι, πλησθῆναι φοβοῦ, συνέχεσθαι φόβῳ, ἔχειν φόβον, [[Herodotus]] 8,12); κατεργάζεσθαι; τίνι φόβον, φοβεῖσθαι φόβον ([[see]] [[φοβέω]], 2), Winer's Grammar, § 32,2; others [[subject]]. genitive); [[ἀπό]] φοβοῦ, for [[fear]], [[ἀπό]] [[τοῦ]] φοβοῦ, for the [[fear]], [[with]] [[which]] [[they]] were struck, [[εἰς]] φόβον, [[unto]] ([[that]] ye [[may]]) [[fear]], [[μετά]] φοβοῦ, καί τρόμου added, ἐν φόβῳ καί ἐν τρόμῳ ([[see]] [[τρόμος]]), τινα ἐν φόβῳ σῴζειν ( ), ἐλεαν (L T Tr WH), [[with]] [[anxious]] [[heed]] [[lest]] ye be [[defiled]] by the [[wickedness]] of those whom ye are rescuing, φόβοι, feelings of [[fear]], fears (Winer's Grammar, 176 (166)), [[φόβος]] τίνος, genitive of the [[object]] ([[our]] [[fear]] of [[one]]): [[τῶν]] Ἰουδαίων, βασανισμοῦ, θανάτου, [[Xenophon]], mem. l, 4,7). In an objective [[sense]], [[that]] [[which]] strikes [[terror]]: [[φόβος]] ἀγαθῶν ἔργων, or [[more]] [[correctly]] ([[with]] L T Tr WH) τῷ ἀγαθῷ ἔργῳ, a [[terror]] to (or for), [[reverence]], [[respect]] (for [[authority]], [[rank]], [[dignity]]): ἡ ἐν φόβῳ [[ἀναστροφή]], behavior coupled [[with]] (cf. ἐν, I:5e.) [[reverence]] for [[one]]'s [[husband]], [[φόβος]] [[with]] a genitive of the [[object]]: [[τοῦ]] κυρίου, Χριστοῦ, ); Θεοῦ, ); Θεοῦ is omitted as suggested by the context, יְהוָה יִרְאַת and אֱלֹהִים יִרְאַת). (Synonyms: [[see]] [[δειλία]], [[δέος]], at the [[end]]; cf. [[φοβέω]].) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[συναίσθημα]] που προκαλεί [[ένας]] επαπειλούμενος [[κίνδυνος]], [[πραγματικός]] ή και [[φανταστικός]], και το οποίο τις περισσότερες φορές λειτουργεί ως [[ανασταλτικός]] [[παράγοντας]] της ανθρώπινης δράσης, [[δέος]], [[τρόμος]] (α. «[[τόσος]] ήταν ο [[φόβος]] του, ώστε έχασε τη [[φωνή]] του» β. «φόβῳ δ' [[ἄφθογγος]] ἐστάθην», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φόβος</i><br /><b>μυθ.</b> [[θεότητα]] ή δαιμονική [[μορφή]] που προσωποποιούσε το [[παραπάνω]] [[συναίσθημα]] και που, σύμφωνα με την [[παράδοση]], ήταν [[γιος]] του θεού Αρη και της θεάς Αφροδίτης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> α) [[συναίσθημα]] αγωνίας που αισθάνεται το [[υποκείμενο]] στην [[παρουσία]] ή την [[σκέψη]] ενός πραγματικού ή υποθετικού κινδύνου<br />β) [[ανησυχία]], [[δειλία]], [[δέος]] [[μπροστά]] σε έναν οποιονδήποτε κίνδυνο, που ωθεί το [[άτομο]] σε [[φυγή]]<br />γ) [[ανησυχία]] ότι δημιουργείται [[κάτι]] που θεωρείται ως επικίνδυνο ή πολύ δυσάρεστο<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> έντονο πιεστικό [[συναίσθημα]] προκαλούμενο εξαιτίας απειλούμενου κινδύνου, με διάφορες συναρτήσεις στη [[σφαίρα]] του αστικού και ποινικού δικαίου<br /><b>3.</b> μία από τις βασικές έννοιες του υπαρξισμού<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <b>αστρον.</b> ο [[εσωτερικός]] από τους δύο δορυφόρους του πλανήτη Άρη<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν έχει φόβο» — [[είναι]] [[ασφαλής]], δεν διατρέχει κίνδυνο<br />β) «για τον φόβο τών Ιουδαίων»<br /><b>μτφ.</b> [[επειδή]] φοβάται την [[τιμωρία]]<br />γ) «[[φόβος]] εξαρτημένος<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[φόβος]] ο [[οποίος]], μέσω μιας διαδικασίας εξάρτησης, συνδέεται με ένα [[ερέθισμα]] περιβαλλοντικό, το οποίο υπό κανονικές συνθήκες [[είναι]] ουδέτερο, και στο [[εξής]] προκαλείται από το [[ερέθισμα]] αυτό<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[φόβος]] φυλάει τ' αμπέλια [ή τα [[έρμα]]]» — δηλώνει ότι ο [[φόβος]] της τιμωρίας ή τών συνεπειών του νόμου προστατεύει τις ιδιοκτησίες, [[ιδίως]] τις αφύλακτες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] στον Όμ.) [[φυγή]] («[[ἀτάρ]] Δαναῶν γένετο ἱαχή τε [[φόβος]] τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[πανικός]] που καταλαμβάνει ηττημένο [[στράτευμα]] και το τρέπει σε άτακτη [[φυγή]]<br /><b>3.</b> [[δισταγμός]], [[αμφιβολία]]<br /><b>4.</b> [[σεβασμός]] [[προς]] τις αρχές ή τα θεϊκά πράγματα<br /><b>5.</b> [[φόβητρο]]<br /><b>6.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>φόβῳ</i><br />λόγω φόβου<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ φόβοι</i><br />φόβητρα<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φόβος]] [[περί]] τίνος» και «[[φόβος]] [[ὑπέρ]] τινος» — [[φόβος]] για [[κάτι]] (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «διὰ φόβον» και «ἐκ φόβου» — από φόβο, λόγω φόβου<br />γ) «[[φόβος]] ἐστί [τινι]» — αντιμετωπίζει [[κάποιος]] με φόβο την [[περίπτωση]] να γίνει [[κάτι]] (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φοβ</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[φέβομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> [[τρόπος]])]. | |||
}} | }} |