Anonymous

ἀεικίζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(big3_1)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[αἰκίζω]].
|dgtxt=v. [[αἰκίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀεικίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>· Επικ. αόρ. αʹ <i>ἀείκισσα</i> — Μέσ., Επικ. αόρ. αʹ <i>ἀεικισσάμην</i> — Παθ., Επικ. απαρ. αορ. αʹ, <i>ἀεικισθήμεναι</i>· [[συμπεριφέρομαι]], [[μεταχειρίζομαι]] απρεπώς, [[βλάπτω]], [[αδικώ]], σε Όμηρ.· οὐ γὰρ [[ἐγώ]] σ' ἔκπαγλον ἀεικιῶ, δεν θα [[σου]] προξενήσω [[μεγάλη]] [[ατιμία]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., με Ενεργ. [[σημασία]], στον ίδ.· πρβλ. σε Αττ. [[αἰκίζω]].
}}
}}