Anonymous

ἄκρατος: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκρατος]], -ον) (Ν και ακράτος)<br /><b>1.</b> (συνήθ. για υγρά και κυρ. το [[κρασί]]) [[αμιγής]], [[ανόθευτος]], [[αγνός]], [[ανέρωτος]] (στα αρχ. και [[χωρίς]] τη λ. [[οἶνος]], ως ουσ.)<br /><b>2.</b> (μτφ. για καταστάσεις ή περιστάσεις) [[ακραιφνής]], [[απόλυτος]], [[γνήσιος]]<br /><b>3.</b> (για ανθρώπινες ιδιότητες ή αρετές) [[πραγματικός]], [[αληθινός]], ατόφιος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[καθαρός]], [[σκέτος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους ή συναισθήματα) [[υπερβολικός]], [[βίαιος]], [[ορμητικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἄκρατον</i>, [[καθαρότητα]], [[έλλειψη]] νοθείας, [[αγνότητα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «<i>ἄκρητοι σπονδαί</i>», σπονδές από άκρατο οίνο<br />«<i>οῑνος [[πάνυ]] [[ἄκρατος]]», πολύ δυνατό [[κρασί]]<br /><b>5.</b> (<b>συγκρ. β.</b>) ἀκρατέστερος και ἀκρατότερος, (<b>υπερθ. β.</b>) ἀκρατέστατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κεράννυμι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκρασία]], <i>ἀκρατίζω</i> ή [[ἀκρατίζομαι]], [[ἀκρατότης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκρατοκώδων</i>, [[ἀκρατοπηγόβρυτος]], [[ἀκρατοπότης]], [[ἀκρατοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ακρατοθέρμες</i>, <i>ακρατοπηγές</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκρατος]], -ον) (Ν και ακράτος)<br /><b>1.</b> (συνήθ. για υγρά και κυρ. το [[κρασί]]) [[αμιγής]], [[ανόθευτος]], [[αγνός]], [[ανέρωτος]] (στα αρχ. και [[χωρίς]] τη λ. [[οἶνος]], ως ουσ.)<br /><b>2.</b> (μτφ. για καταστάσεις ή περιστάσεις) [[ακραιφνής]], [[απόλυτος]], [[γνήσιος]]<br /><b>3.</b> (για ανθρώπινες ιδιότητες ή αρετές) [[πραγματικός]], [[αληθινός]], ατόφιος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[καθαρός]], [[σκέτος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους ή συναισθήματα) [[υπερβολικός]], [[βίαιος]], [[ορμητικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἄκρατον</i>, [[καθαρότητα]], [[έλλειψη]] νοθείας, [[αγνότητα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «<i>ἄκρητοι σπονδαί</i>», σπονδές από άκρατο οίνο<br />«<i>οῑνος [[πάνυ]] [[ἄκρατος]]», πολύ δυνατό [[κρασί]]<br /><b>5.</b> (<b>συγκρ. β.</b>) ἀκρατέστερος και ἀκρατότερος, (<b>υπερθ. β.</b>) ἀκρατέστατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κεράννυμι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκρασία]], <i>ἀκρατίζω</i> ή [[ἀκρατίζομαι]], [[ἀκρατότης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκρατοκώδων</i>, [[ἀκρατοπηγόβρυτος]], [[ἀκρατοπότης]], [[ἀκρατοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ακρατοθέρμες</i>, <i>ακρατοπηγές</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄκρᾱτος:''' Ιων. ἄ-κρητος, -ον ([[κεράννυμι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για υγρά, [[αμιγής]], [[άκρατος]], [[ανόθευτος]], [[καθαρός]], λέγεται για [[κρασί]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ιδίως]], [[οἶνος]] [[ἄκρητος]], [[κρασί]] [[χωρίς]] [[νερό]], Λατ. [[merum]], σε Ηρόδ.· και [[ἄκρατος]] ([[χωρίς]] το [[οἶνος]]), σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., ἄκρ. [[μέλαν]], καθαρό μαύρο, σε Θεόφρ.· [[ἄκρατος]] [[νύξ]], σκοτεινή [[νύχτα]], σε Αισχύλ.· ἄκρ. [[νοῦς]], [[καθαρός]], [[διαυγής]] [[νους]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> χρησιμοποιείται για συνθήκες, περιστάσεις ή καταστάσεις, [[αγνός]], [[αμιγής]], [[απόλυτος]], [[ἐλευθερία]], [[ἡδονή]], σε Πλάτ.· ἄκρ. [[ψεῦδος]], καθαρό [[ψέμα]], στον ίδ.· επίρρ. <i>-τως</i>, απολύτως, σε Λουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ακόλαστος]], [[έκλυτος]], [[υπερβολικός]], [[αλόγιστος]], [[θερμός]], [[βίαιος]], [[ἄκρατος]] ὀργήν, σε Αισχύλ.· ομοίως λέγεται και για πράγματα που νιώθουμε, ἄκρ. [[ὀργή]], ἄκρ. [[καῦμα]] κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Συγκρ. <i>ἀκρατέστερος</i>, υπερθ. <i>-έστατος</i> (όπως αν προερχόταν από το [[ἀκρατής]]).
}}
}}