3,274,306
edits
(2) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἄκρον]])<br /><b>βλ.</b> [[άκρο]]. | |mltxt=το (Α [[ἄκρον]])<br /><b>βλ.</b> [[άκρο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄκρον:''' -ου, τό (ουδ. του [[ἄκρος]]),<br /><b class="num">I.</b> το υψηλότερο ή απώτατο [[σημείο]]·<br /><b class="num">1.</b> [[βουνοκορφή]], [[κορυφή]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ακρωτήρι]], [[αιγιαλός]], παράκτια [[έκταση]], [[κάβος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> [[τέλος]], [[τέρμα]], [[εσχατιά]], έπακρον, σε Πλάτ.· [[ἄκρα]] [[χειρῶν]], τα χέρια, σε Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., ύψιστος [[βαθμός]], ύψος, σε Πίνδ.· εἰς [[ἄκρον]], υπερβολικά, σε Θεόκρ.· τὰ [[ἄκρα]] τοῖς ἄκροις ἀποδιδόναι, τις υψηλές θέσεις, αξιώματα στους υψίστους άνδρες, σε Πλάτ.· [[ἄκρα]] φέρεσθαι, για να κερδηθεί το [[βραβείο]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, Ἄργεος [[ἄκρα]], οι πιο αρχαίοι, παλαιοί άρχοντες του Άργους, στον ίδ. | |||
}} | }} |