Anonymous

ἀλαλάζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀλαλάζω]])<br />[[φωνάζω]] [[δυνατά]] και με ενθουσιασμό, [[κραυγάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]] πολεμική [[κραυγή]] [[κατά]] την [[έναρξη]] της μάχης<br /><b>2.</b> [[φωνάζω]] από πόνο ή [[θλίψη]]<br /><b>3.</b> ηχώ [[δυνατά]]. Στην Π. και Κ. Διαθήκη [[δοξολογώ]] («ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾱσα ἡ γῆ») και [[κροτώ]], [[κουρταλίζω]] («[[γέγονα]] χαλκὸς ἠχῶν καὶ [[κύμβαλον]] ἀλαλάζον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρήμα της ποιητικής αρχικά γλώσσας, που απαντά και στον Ξενοφώντα με τη [[σημασία]] «[[βγάζω]] πολεμική [[κραυγή]], ενώ αργότερα χρησιμοποιείται και από τους μεταγενέστερους πεζογράφους. Η λ. προέρχεται από το [[επιφώνημα]] [[ἀλαλά]], άρα [[είναι]] ηχοποιημένη. Η [[μορφολογία]] του ρήματος εξάλλου και η [[παρουσία]] του συμφώνου -<i>ξ</i>- [[κατά]] την [[κλίση]] του (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀλαλάξω</i>, <i>ἠλάλαξα</i>) [[είναι]] χαρακτηριστικά τών ρημάτων που δηλώνουν «ήχο, [[κραυγή]]»<br />(<b>[[πρβλ]].</b> τα ρήματα [[κράζω]], [[κρίζω]], [[κλώζω]], [[κρώζω]], [[σίζω]], [[τρίζω]], [[τρύζω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλαλαγή]], [[αλάλαγμα]], [[αλαλαγμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀλαλάξιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀναλαλάζω]], [[συναλαλάζω]], [[ἐπαλαλάζω]], [[καταλαλάζω]], [[ἀνταλαλάζω]], [[ἀμφαλαλάζω]].
|mltxt=(Α [[ἀλαλάζω]])<br />[[φωνάζω]] [[δυνατά]] και με ενθουσιασμό, [[κραυγάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγάζω]] πολεμική [[κραυγή]] [[κατά]] την [[έναρξη]] της μάχης<br /><b>2.</b> [[φωνάζω]] από πόνο ή [[θλίψη]]<br /><b>3.</b> ηχώ [[δυνατά]]. Στην Π. και Κ. Διαθήκη [[δοξολογώ]] («ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾱσα ἡ γῆ») και [[κροτώ]], [[κουρταλίζω]] («[[γέγονα]] χαλκὸς ἠχῶν καὶ [[κύμβαλον]] ἀλαλάζον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρήμα της ποιητικής αρχικά γλώσσας, που απαντά και στον Ξενοφώντα με τη [[σημασία]] «[[βγάζω]] πολεμική [[κραυγή]], ενώ αργότερα χρησιμοποιείται και από τους μεταγενέστερους πεζογράφους. Η λ. προέρχεται από το [[επιφώνημα]] [[ἀλαλά]], άρα [[είναι]] ηχοποιημένη. Η [[μορφολογία]] του ρήματος εξάλλου και η [[παρουσία]] του συμφώνου -<i>ξ</i>- [[κατά]] την [[κλίση]] του (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀλαλάξω</i>, <i>ἠλάλαξα</i>) [[είναι]] χαρακτηριστικά τών ρημάτων που δηλώνουν «ήχο, [[κραυγή]]»<br />(<b>[[πρβλ]].</b> τα ρήματα [[κράζω]], [[κρίζω]], [[κλώζω]], [[κρώζω]], [[σίζω]], [[τρίζω]], [[τρύζω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλαλαγή]], [[αλάλαγμα]], [[αλαλαγμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀλαλάξιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀναλαλάζω]], [[συναλαλάζω]], [[ἐπαλαλάζω]], [[καταλαλάζω]], [[ἀνταλαλάζω]], [[ἀμφαλαλάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλαλάζω:''' μέλ. <i>-άξομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἠλάλαξα]], ποιητ. <i>ἀλάλαξα</i>· (σχημ. από την [[κραυγή]] [[ἀλαλαί]], όπως τα [[ἐλελίζω]], [[ὀλολύζω]] από παρόμοιους ήχους)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εγείρω]], [[υψώνω]] πολεμική [[κραυγή]], σε Ξεν.· με σύστ. αντ., <i>νίκην ἀλαλάζειν</i>, [[εγείρω]], [[υψώνω]] [[φωνή]], [[κραυγή]] νίκης, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[κραυγάζω]] ή [[φωνάζω]] [[δυνατά]], λέγεται για τον Βάκχο και τις Βάκχες, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπανίως]] λέγεται για [[κραυγή]] πόνου, <i>ἠλάλαζε δυσθνῄσκων φόνῳ</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σπανίως]] επίσης για άλλους ήχους [[εκτός]] της φωνής, ηχώ [[δυνατά]], ηχώ μεταλλικά, [[κουδουνίζω]], [[καμπανίζω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}