Anonymous

ἅλας: Difference between revisions

From LSJ
123 bytes added ,  30 December 2018
2
(2)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ατος), το (Α [[ἅλας]]) (νεοελλ. και [[αλάτι]], το<br />αρχ. και ἅλς-ἁλός, ο)<br /><b>1.</b> το χλωριούχο [[νάτριο]], το μαγειρικό [[αλάτι]] που χρησιμοποιείται στη [[μαγειρική]] και στη [[συντήρηση]] τροφίμων<br />(<b>βλ. λ.</b> [[άλατα]])<br /><b>2.</b> η [[δύναμη]] που συντηρεί και κάνει νόστιμο [[κάτι]], που το προφυλάσσει από τη [[σήψη]] ή τη [[διάλυση]]<br />«ο [[νοικοκύρης]] [[είναι]] τ' [[αλάτι]] του σπιτιού»<br />«ὑμεῑς ἐστε τὸ [[ἅλας]] τῆς γῆς ἐὰν τὸ [[ἅλας]] μωρανθῇ ἐν τίνι ἁλισθήσεται;» (ο [[Χριστός]] [[προς]] τους Αποστόλους, <b>Κ.Δ.</b>)<br />«φῶς ἔσμεν καὶ [[ἅλας]]» (Οι χριστιανοί [[μέσα]] στον αμαρτωλό κόσμο, <b>Ιω. Χρυσ.</b>)<br />«[[ἅλας]] αὐτοὶ ὑπάρχοντες ἤρτυον καὶ ἤλιζον πᾱσαν ψυχήν» (ο Μακάριος Αιγύπτου χαρακτηρίζει τους Αποστόλους)<br /><b>3.</b> η [[νοστιμιά]], η [[χάρη]] τών λόγων ή του πνεύματος<br />«τα [[λόγια]] του δεν έχουν [[αλάτι]]» ([[είναι]] άνοστα και βαρετά), «ἀττικὸν [[ἅλας]]» — η [[χάρη]] και η [[λεπτότητα]] του αττικού πνεύματος, «[[λόγος]] ἅλατι ἠρτυμένος», «τὸ ἐπουράνιον [[ἅλας]] τοῡ πνεύματος»<br /><b>νεοελλ.</b><br />«[[άλας]] αγγλικόν» ή «[[άλας]] της Αγγλιτέρας» — θειική [[μαγνησία]], καθαρτικό τών εντέρων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[σοφία]]<br />«τῷ θείῳ τῆς γραφῆς ἅλατι» — η θεϊκή (θεόπνευστη) [[σοφία]] της [[γραφής]]<br /><b>2.</b> το [[δόγμα]], η αναμφισβήτητη [[αλήθεια]]<br />φράσεις: «δεν δίνει [[ούτε]] [[σπυρί]] [[αλάτι]]», «οὺ σὺ γ' ἄν... σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ' ἅλα δοίης» (<b>Ομ.</b>)<br />για τον υπερβολικά τσιγκούνη<br />«φάγαμε [[ψωμί]] κι [[αλάτι]]», «πολλοὶ κοινωνήσαντες ἁλάτων καὶ τραπέζης» (<b>Ωριγένης</b>), «ὅρκον μέγαν, [[ἅλας]] τε καὶ τράπεζαν» (<b>Αρχίλ.</b>)<br />[[δείγμα]] φιλίας και οικειότητας που προέρχονται από [[παλιά]] [[γνωριμία]] ή μακρά [[συμβίωση]]<br />/ «όσα είπαμε [[νερό]] κι [[αλάτι]]» — όσα είπαμε να ξεχαστούν, να διαλυθούν οι παρεξηγήσεις, όπως τ' [[αλάτι]] [[μέσα]] στο [[νερό]]<br />/ «[[αλάτι]] να γίνεις» ([[κατάρα]]) να εξαφανιστείς, να χαθείς<br />/ «όπως λειώνει τ' [[αλάτι]] να λειώσουν οι κατάρες μου» — για κατάρες που ανακαλούνται, [[συνήθως]] από μητέρες για τα [[παιδιά]] τους<br />/ «σε [[ξένο]] φαΐ [[αλάτι]] μη ρίχνεις» — μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις<br />/ «το 'σπειρε [[αλάτι]]» — δεν κατόρθωσε [[τίποτα]], έφερε [[καταστροφή]]<br />/ «τον έκανε τ' αλατιού» — τον έδειρε τόσο πολύ ώστε το πληγωμένο [[σώμα]] του χρειάζεται [[αλάτι]] για να μη σαπίσει<br />/ «[[αλάτι]] [[πάει]] στην [[αλυκή]] και φρύγανα στο λόγγο» — γι' αυτόν που φέρνει [[κάτι]] [[εκεί]] όπου υπάρχει [[αφθονία]] ή ενεργεί άσκοπα και ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταγενέστερη λ. για το «[[αλάτι]]», που αρχικά απαντά στον Αριστοτέλη. Ο τ. προήλθε από την αιτιατ. πληθ. (τους) [[ἅλας]] της αρχαιότερης λ. (ὁ) <i>ἃλς</i> «[[αλάτι]]» με μεταπλασμό του γένους, πιθ. κατ' [[επίδραση]] λέξεων γένους ουδετέρου, με τις οποίες [[συνήθως]] συνεκφερόταν (<b>[[πρβλ]].</b> [[κρέας]], <i>τὸ</i>- [[ὄψον]], <i>τὸ</i>- [[ὕδωρ]], <i>τὸ</i>-[[ὄξος]], <i>τὸ</i>- <i>ἕλαιον</i>, <i>τὸ</i>). Η λ. εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και [[σήμερα]] υπό τον τύπο [[αλάτι]] <span style="color: red;"><</span> υποκορ. [[αλάτι]](<i>ον</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλατίζω]], [[αλάτινος]], <i>αλατικόν</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἁλάτιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλάτι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αλατο</i>-[[δοχείο]], <i>αλατο</i>-<i>ειδής</i>, <i>αλατο</i>-[[μιγής]], [[αλατόπαστος]], <i>αλατο</i>-[[πηγός]], <i>αλατο</i>-[[ποιός]], <i>αλατο</i>-[[πύκνωση]], [[αλατουργός]], [[αλατούχος]], <i>αλατο</i>-[[φόρος]], <i>αλατο</i>-[[φύλακας]], [[αλατωρύχος]]].
|mltxt=(-ατος), το (Α [[ἅλας]]) (νεοελλ. και [[αλάτι]], το<br />αρχ. και ἅλς-ἁλός, ο)<br /><b>1.</b> το χλωριούχο [[νάτριο]], το μαγειρικό [[αλάτι]] που χρησιμοποιείται στη [[μαγειρική]] και στη [[συντήρηση]] τροφίμων<br />(<b>βλ. λ.</b> [[άλατα]])<br /><b>2.</b> η [[δύναμη]] που συντηρεί και κάνει νόστιμο [[κάτι]], που το προφυλάσσει από τη [[σήψη]] ή τη [[διάλυση]]<br />«ο [[νοικοκύρης]] [[είναι]] τ' [[αλάτι]] του σπιτιού»<br />«ὑμεῑς ἐστε τὸ [[ἅλας]] τῆς γῆς ἐὰν τὸ [[ἅλας]] μωρανθῇ ἐν τίνι ἁλισθήσεται;» (ο [[Χριστός]] [[προς]] τους Αποστόλους, <b>Κ.Δ.</b>)<br />«φῶς ἔσμεν καὶ [[ἅλας]]» (Οι χριστιανοί [[μέσα]] στον αμαρτωλό κόσμο, <b>Ιω. Χρυσ.</b>)<br />«[[ἅλας]] αὐτοὶ ὑπάρχοντες ἤρτυον καὶ ἤλιζον πᾱσαν ψυχήν» (ο Μακάριος Αιγύπτου χαρακτηρίζει τους Αποστόλους)<br /><b>3.</b> η [[νοστιμιά]], η [[χάρη]] τών λόγων ή του πνεύματος<br />«τα [[λόγια]] του δεν έχουν [[αλάτι]]» ([[είναι]] άνοστα και βαρετά), «ἀττικὸν [[ἅλας]]» — η [[χάρη]] και η [[λεπτότητα]] του αττικού πνεύματος, «[[λόγος]] ἅλατι ἠρτυμένος», «τὸ ἐπουράνιον [[ἅλας]] τοῡ πνεύματος»<br /><b>νεοελλ.</b><br />«[[άλας]] αγγλικόν» ή «[[άλας]] της Αγγλιτέρας» — θειική [[μαγνησία]], καθαρτικό τών εντέρων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[σοφία]]<br />«τῷ θείῳ τῆς γραφῆς ἅλατι» — η θεϊκή (θεόπνευστη) [[σοφία]] της [[γραφής]]<br /><b>2.</b> το [[δόγμα]], η αναμφισβήτητη [[αλήθεια]]<br />φράσεις: «δεν δίνει [[ούτε]] [[σπυρί]] [[αλάτι]]», «οὺ σὺ γ' ἄν... σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ' ἅλα δοίης» (<b>Ομ.</b>)<br />για τον υπερβολικά τσιγκούνη<br />«φάγαμε [[ψωμί]] κι [[αλάτι]]», «πολλοὶ κοινωνήσαντες ἁλάτων καὶ τραπέζης» (<b>Ωριγένης</b>), «ὅρκον μέγαν, [[ἅλας]] τε καὶ τράπεζαν» (<b>Αρχίλ.</b>)<br />[[δείγμα]] φιλίας και οικειότητας που προέρχονται από [[παλιά]] [[γνωριμία]] ή μακρά [[συμβίωση]]<br />/ «όσα είπαμε [[νερό]] κι [[αλάτι]]» — όσα είπαμε να ξεχαστούν, να διαλυθούν οι παρεξηγήσεις, όπως τ' [[αλάτι]] [[μέσα]] στο [[νερό]]<br />/ «[[αλάτι]] να γίνεις» ([[κατάρα]]) να εξαφανιστείς, να χαθείς<br />/ «όπως λειώνει τ' [[αλάτι]] να λειώσουν οι κατάρες μου» — για κατάρες που ανακαλούνται, [[συνήθως]] από μητέρες για τα [[παιδιά]] τους<br />/ «σε [[ξένο]] φαΐ [[αλάτι]] μη ρίχνεις» — μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις<br />/ «το 'σπειρε [[αλάτι]]» — δεν κατόρθωσε [[τίποτα]], έφερε [[καταστροφή]]<br />/ «τον έκανε τ' αλατιού» — τον έδειρε τόσο πολύ ώστε το πληγωμένο [[σώμα]] του χρειάζεται [[αλάτι]] για να μη σαπίσει<br />/ «[[αλάτι]] [[πάει]] στην [[αλυκή]] και φρύγανα στο λόγγο» — γι' αυτόν που φέρνει [[κάτι]] [[εκεί]] όπου υπάρχει [[αφθονία]] ή ενεργεί άσκοπα και ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταγενέστερη λ. για το «[[αλάτι]]», που αρχικά απαντά στον Αριστοτέλη. Ο τ. προήλθε από την αιτιατ. πληθ. (τους) [[ἅλας]] της αρχαιότερης λ. (ὁ) <i>ἃλς</i> «[[αλάτι]]» με μεταπλασμό του γένους, πιθ. κατ' [[επίδραση]] λέξεων γένους ουδετέρου, με τις οποίες [[συνήθως]] συνεκφερόταν (<b>[[πρβλ]].</b> [[κρέας]], <i>τὸ</i>- [[ὄψον]], <i>τὸ</i>- [[ὕδωρ]], <i>τὸ</i>-[[ὄξος]], <i>τὸ</i>- <i>ἕλαιον</i>, <i>τὸ</i>). Η λ. εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και [[σήμερα]] υπό τον τύπο [[αλάτι]] <span style="color: red;"><</span> υποκορ. [[αλάτι]](<i>ον</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλατίζω]], [[αλάτινος]], <i>αλατικόν</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἁλάτιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλάτι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αλατο</i>-[[δοχείο]], <i>αλατο</i>-<i>ειδής</i>, <i>αλατο</i>-[[μιγής]], [[αλατόπαστος]], <i>αλατο</i>-[[πηγός]], <i>αλατο</i>-[[ποιός]], <i>αλατο</i>-[[πύκνωση]], [[αλατουργός]], [[αλατούχος]], <i>αλατο</i>-[[φόρος]], <i>αλατο</i>-[[φύλακας]], [[αλατωρύχος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἅλας:''' -ᾰτος, τό (ἅλς), [[αλάτι]], σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.
}}
}}