Anonymous

ἀληθής: Difference between revisions

From LSJ
1,747 bytes added ,  30 December 2018
2
(2)
(2)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀληθής]])<br /><b>1.</b> ο μη [[κρυφός]], [[φανερός]], [[ακριβής]], [[αψευδής]], [[ορθός]], [[σύμφωνος]] με τα πράγματα<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) αυτός που λέει την [[αλήθεια]], ο [[φιλαλήθης]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα) αυτός που ειπώθηκε με [[ειλικρίνεια]], ο [[αληθινός]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα, έννοιες και πράγματα) αυτός που πραγματικά υπάρχει, [[γνήσιος]], [[αυθεντικός]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀληθές</i><br />η [[αλήθεια]]<br /><b>6.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀληθῶς</i><br />πραγματικά, ειλικρινά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν ξεχνά, [[επιμελής]], [[προσεχτικός]]<br /><b>2.</b> (για χρησμούς, όνειρα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που επαληθεύεται, που εκπληρώνεται<br /><b>3.</b> (το ουδέτερο ως [[επίρρημα]] ειρωνικά) <i>ἄληθες</i><br />πραγματικά, [[αλήθεια]]<br /><b>4.</b> (το επίρρ. με το <i>ὡς</i> για [[επίταση]]) «ὡς ἀληθῶς» — πραγματικά, αναμφισβήτητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθετο, που αρχικά προσδιόριζε πράγματα ή γεγονότα και σήμαινε «αυτός που δεν [[είναι]] δυνατό να κρυφτεί», «[[πραγματικός]]» σε [[αντίθεση]] με το επίθ. [[ψευδής]]. Μετά τον Όμηρο το επίθ. προσδιόριζε και πρόσωπα με τη [[σημασία]] «αυτός που δεν εξαπατά, που δεν λέει ψέματα», [[επομένως]] «[[φιλαλήθης]]». Από το επίθ. <i>ἀληθὴς</i> προήλθε το αφηρημένο ουσιαστικό [[ἀλήθεια]], που σημαίνει κυριολεκτικά «[[κατάσταση]] στην οποία [[τίποτε]] δεν [[είναι]] κρυφό», [[επομένως]] «πραγματική [[κατάσταση]]» <i>—</i>σε [[αντίθεση]] με το [[ψεῦδος]]—</i> και προκειμένου για πρόσωπα. σημαίνει «[[ειλικρίνεια]]». Η λ. [[αλήθεια]] χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα ως όρος στη [[φιλοσοφία]], όπου [[συνήθως]] δηλώνει «[[κατάσταση]] γνώσεως, ανακλήσεως αναμνήσεως» σε [[αντίθεση]] με τη [[λήθη]]. Ετυμολογικά το επίθ. [[ἀληθής]], που αντικατέστησε τη λ. [[ἐτεός]], θεωρείται σύνθετο με α' συνθ. <i>ἀ</i>- στερητ. και β' το ουσ. [[λῆθος]] (δωρικά [[λᾶθος]]) ή [[λήθη]] «[[λησμονιά]]», [[χωρίς]] να αποκλείεται η απευθείας [[σύνδεση]] του επιθ. με το ρ. [[λήθω]]) ([[παράλληλος]] τ. του ρ. [[λανθάνω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλήθεια]], [[αληθεύω]], [[αληθινός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀληθίζομαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀληθικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αληθογνωσία]]. [[αληθοποιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀληθόμαντις]], <i>άληθόμυθος</i>, <i>ἀληθορκώ</i>, [[ἀληθουργής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀληθοσοφία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αληθομανής]], [[αληθοφανής]], [[αληθοφοβία]], <i>αναλήθης</i>, [[φιλαλήθης]].
|mltxt=-ές (Α [[ἀληθής]])<br /><b>1.</b> ο μη [[κρυφός]], [[φανερός]], [[ακριβής]], [[αψευδής]], [[ορθός]], [[σύμφωνος]] με τα πράγματα<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) αυτός που λέει την [[αλήθεια]], ο [[φιλαλήθης]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα) αυτός που ειπώθηκε με [[ειλικρίνεια]], ο [[αληθινός]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα, έννοιες και πράγματα) αυτός που πραγματικά υπάρχει, [[γνήσιος]], [[αυθεντικός]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀληθές</i><br />η [[αλήθεια]]<br /><b>6.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀληθῶς</i><br />πραγματικά, ειλικρινά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν ξεχνά, [[επιμελής]], [[προσεχτικός]]<br /><b>2.</b> (για χρησμούς, όνειρα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που επαληθεύεται, που εκπληρώνεται<br /><b>3.</b> (το ουδέτερο ως [[επίρρημα]] ειρωνικά) <i>ἄληθες</i><br />πραγματικά, [[αλήθεια]]<br /><b>4.</b> (το επίρρ. με το <i>ὡς</i> για [[επίταση]]) «ὡς ἀληθῶς» — πραγματικά, αναμφισβήτητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθετο, που αρχικά προσδιόριζε πράγματα ή γεγονότα και σήμαινε «αυτός που δεν [[είναι]] δυνατό να κρυφτεί», «[[πραγματικός]]» σε [[αντίθεση]] με το επίθ. [[ψευδής]]. Μετά τον Όμηρο το επίθ. προσδιόριζε και πρόσωπα με τη [[σημασία]] «αυτός που δεν εξαπατά, που δεν λέει ψέματα», [[επομένως]] «[[φιλαλήθης]]». Από το επίθ. <i>ἀληθὴς</i> προήλθε το αφηρημένο ουσιαστικό [[ἀλήθεια]], που σημαίνει κυριολεκτικά «[[κατάσταση]] στην οποία [[τίποτε]] δεν [[είναι]] κρυφό», [[επομένως]] «πραγματική [[κατάσταση]]» <i>—</i>σε [[αντίθεση]] με το [[ψεῦδος]]—</i> και προκειμένου για πρόσωπα. σημαίνει «[[ειλικρίνεια]]». Η λ. [[αλήθεια]] χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα ως όρος στη [[φιλοσοφία]], όπου [[συνήθως]] δηλώνει «[[κατάσταση]] γνώσεως, ανακλήσεως αναμνήσεως» σε [[αντίθεση]] με τη [[λήθη]]. Ετυμολογικά το επίθ. [[ἀληθής]], που αντικατέστησε τη λ. [[ἐτεός]], θεωρείται σύνθετο με α' συνθ. <i>ἀ</i>- στερητ. και β' το ουσ. [[λῆθος]] (δωρικά [[λᾶθος]]) ή [[λήθη]] «[[λησμονιά]]», [[χωρίς]] να αποκλείεται η απευθείας [[σύνδεση]] του επιθ. με το ρ. [[λήθω]]) ([[παράλληλος]] τ. του ρ. [[λανθάνω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλήθεια]], [[αληθεύω]], [[αληθινός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀληθίζομαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀληθικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αληθογνωσία]]. [[αληθοποιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀληθόμαντις]], <i>άληθόμυθος</i>, <i>ἀληθορκώ</i>, [[ἀληθουργής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀληθοσοφία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αληθομανής]], [[αληθοφανής]], [[αληθοφοβία]], <i>αναλήθης</i>, [[φιλαλήθης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀληθής:''' [ᾰ], Δωρ. ἀ-λᾱθής, <i>-ές</i> ([[α- στερητικό]], [[λήθω]] = [[λανθάνω]])· [[φανερός]], [[εμφανής]], [[αληθινός]]·<br /><b class="num">I.</b> [[αληθινός]], αντίθ. προς το [[ψευδής]], σε Όμηρ.· <i>τὸ ἀληθές</i>, με [[κράση]] [[τἀληθές]], Ιων. [[τὠληθές]] και <i>τὰ ἀληθῆ</i>, με [[κράση]] <i>τἀληθῆ</i>, η [[αλήθεια]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ειλικρινής]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για χρησμούς κι άλλα παρόμοια, [[αληθής]], αυτός που επαληθεύεται, πραγματοποιείται, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. [[ἀληθῶς]], Ιων. <i>-θέως</i>,<br /><b class="num">1.</b> αληθινά, ειλικρινά, πραγματικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πράγματι]], όντως, στην [[πραγματικότητα]], σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· ομοίως και, ὡς [[ἀληθῶς]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> ουδ. ως επίρρ., προπαροξ. [[ἄληθες]]; [[itane]]? [[πράγματι]]; [[αλήθεια]]; πραγματικά; ειρων. σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τὸ ἀληθές</i>, [[πράγματι]], Λατ. [[revera]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και <i>τὸ ἀληθέστατον</i>, πραγματικά, όντως, σε Θουκ.
}}
}}