3,274,399
edits
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμείνων]] (-ονος), -ον (Α)<br />συγκριτικό του επιθέτου [[αγαθός]]<br /><b>1.</b> ικανότερος, γενναιότερος<br /><b>2.</b> [[προτιμότερος]], ωφελιμότερος<br /><b>3.</b> <i>τὰ ἀμείνω</i><br />το σωστό, το [[δίκαιο]]<br /><b>4.</b> το επίρρ. [[ἄμεινον]] και <i>ἀμεινόνως</i> συγκριτικό του <i>εὖ</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τύπος συγκριτικού βαθμού του επιθ. [[ἀγαθός]], που χρησιμοποιείται [[συχνά]] στον Όμηρο, [[καθώς]] και στην ιωνική-αττική [[πεζογραφία]] και [[ποίηση]]. Η λ. δεν απαντά στα μεταγενέστερα έργα και [[είναι]] άγνωστη στην Καινή Διαθήκη. Στον Μίμνερμο απαντά και τ. <i>ἀμεινότερος</i>]. Η λ. σημαίνει [[κυρίως]] «αυτός που αξίζει περισσότερο, [[καλύτερος]]» και ως [[προσδιορισμός]] προσώπων έχει [[συνήθως]] τη [[σημασία]] «ικανότερος, γενναιότερος». Ετυμολογικά ο τ. [[είναι]] αβέβαιης προελεύσεως. Το [[γεγονός]] ότι στην αττική διάλεκτο μαρτυρούνται κύρια ονόματα με αρχικό θ. <i>Ἀμειν</i>- οδηγεί στο [[συμπέρασμα]] ότι η [[δίφθογγος]] -<i>ει</i>- του τ. [[ἀμείνων]] [[πρέπει]] να [[είναι]] αρχική, δηλ. γνήσια και όχι [[προϊόν]] αντεκτάσεως από αρχικό τ. <i>ἀμεν</i>-<i>y</i><i>ō</i><i>ν</i> (<i>ἀμεν</i>- αρχικό θ. και <i>y</i><i>ō</i><i>ν</i>- ληκτικό [[μόρφημα]] του συγκριτικού βαθμού). Εξάλλου, [[τίποτε]] δεν αποδεικνύει την ύπαρξη στη λ. αρχικής καταλήξεως -<i>y</i><i>ō</i><i>ν</i>. Με [[βάση]] την [[παραπάνω]] [[άποψη]], ο Osthoff υποστηρίζει ότι η λ. προήλθε από τ. ουδετέρου [[ἄμεινον]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>μεῖνoν</i> «[[μείωση]]». Κατά τον Seiler δε η λ. προήλθε από αρχικό τ. <i>ἀμειν</i>-<i>y</i><i>ō</i><i>ν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>μείνy</i><i>ō</i><i>ν</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μινύς]], <b>[[πρβλ]].</b> τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>μινύζωον</i> «ολιγόβιον»)]. | |mltxt=[[ἀμείνων]] (-ονος), -ον (Α)<br />συγκριτικό του επιθέτου [[αγαθός]]<br /><b>1.</b> ικανότερος, γενναιότερος<br /><b>2.</b> [[προτιμότερος]], ωφελιμότερος<br /><b>3.</b> <i>τὰ ἀμείνω</i><br />το σωστό, το [[δίκαιο]]<br /><b>4.</b> το επίρρ. [[ἄμεινον]] και <i>ἀμεινόνως</i> συγκριτικό του <i>εὖ</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τύπος συγκριτικού βαθμού του επιθ. [[ἀγαθός]], που χρησιμοποιείται [[συχνά]] στον Όμηρο, [[καθώς]] και στην ιωνική-αττική [[πεζογραφία]] και [[ποίηση]]. Η λ. δεν απαντά στα μεταγενέστερα έργα και [[είναι]] άγνωστη στην Καινή Διαθήκη. Στον Μίμνερμο απαντά και τ. <i>ἀμεινότερος</i>]. Η λ. σημαίνει [[κυρίως]] «αυτός που αξίζει περισσότερο, [[καλύτερος]]» και ως [[προσδιορισμός]] προσώπων έχει [[συνήθως]] τη [[σημασία]] «ικανότερος, γενναιότερος». Ετυμολογικά ο τ. [[είναι]] αβέβαιης προελεύσεως. Το [[γεγονός]] ότι στην αττική διάλεκτο μαρτυρούνται κύρια ονόματα με αρχικό θ. <i>Ἀμειν</i>- οδηγεί στο [[συμπέρασμα]] ότι η [[δίφθογγος]] -<i>ει</i>- του τ. [[ἀμείνων]] [[πρέπει]] να [[είναι]] αρχική, δηλ. γνήσια και όχι [[προϊόν]] αντεκτάσεως από αρχικό τ. <i>ἀμεν</i>-<i>y</i><i>ō</i><i>ν</i> (<i>ἀμεν</i>- αρχικό θ. και <i>y</i><i>ō</i><i>ν</i>- ληκτικό [[μόρφημα]] του συγκριτικού βαθμού). Εξάλλου, [[τίποτε]] δεν αποδεικνύει την ύπαρξη στη λ. αρχικής καταλήξεως -<i>y</i><i>ō</i><i>ν</i>. Με [[βάση]] την [[παραπάνω]] [[άποψη]], ο Osthoff υποστηρίζει ότι η λ. προήλθε από τ. ουδετέρου [[ἄμεινον]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>μεῖνoν</i> «[[μείωση]]». Κατά τον Seiler δε η λ. προήλθε από αρχικό τ. <i>ἀμειν</i>-<i>y</i><i>ō</i><i>ν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>μείνy</i><i>ō</i><i>ν</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μινύς]], <b>[[πρβλ]].</b> τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>μινύζωον</i> «ολιγόβιον»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμείνων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, ανώμ. συγκρ. του [[ἀγαθός]], <b>I.1.</b> [[καλύτερος]], ικανότερος, ευρωστότερος, ισχυρότερος, γενναιότερος, σε Όμηρ. κ.λπ.· βλ. [[ἀγαθός]] II. λέγεται για πράγματα, [[καλύτερος]], καταλληλότερος, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἄμεινόν</i> (<i>ἐστι</i>), είναι καλύτερο, με απαρ., [[ἐπεί]] πείθεσθαι [[ἄμεινον]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με αρνητ., οὐ γὰρ [[ἄμεινον]], δεν ήταν καλύτερο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὰ ἀμείνω φρονέειν</i>, διαλέγει το καλύτερο [[μέρος]], στον ίδ. | |||
}} | }} |