Anonymous

ἀμφίβολος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφίβολος]], -ον)<br />αυτός που βρίσκεται στα όρια του πιθανού και του απίθανου, του δυνατού και του αδύνατου, [[αβέβαιος]], [[άδηλος]], [[αόριστος]], [[προβληματικός]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) αυτός που βρίσκεται σε [[αμφιβολία]], σε [[αβεβαιότητα]], που διστάζει<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. ως απροσ.) «([[είναι]]) αμφίβολο», [[είναι]] αβέβαιο, δεν υπάρχει [[βεβαιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από κάποιον, που περιβάλλει κάποιον ή [[κάτι]] από [[παντού]]<br />αυτός που χτυπιέται από όλες τις πλευρές<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[διπλή]] [[αιχμή]], «ἀμφίβολοι κάμακες»<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀμφίβολον</i> [[σκοινί]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀμφίβολος]] εἰμι», βρίσκομαι [[ανάμεσα]] σε δύο [[πυρά]], βάλλομαι από [[παντού]]<br />«[[ἀμφίβολος]] [[βίος]]», λέγεται για τους αποστάτες<br />«ἐν αμφιβὀλῳ [[εἰμί]]», βρίσκομαι σε [[αμφιβολία]], [[αμφιβάλλω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφιβάλλω]]. Για τη σημ. <b>βλ. λ.</b> [[αμφιβάλλω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμφιβολία]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφίβολος]], -ον)<br />αυτός που βρίσκεται στα όρια του πιθανού και του απίθανου, του δυνατού και του αδύνατου, [[αβέβαιος]], [[άδηλος]], [[αόριστος]], [[προβληματικός]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) αυτός που βρίσκεται σε [[αμφιβολία]], σε [[αβεβαιότητα]], που διστάζει<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. ως απροσ.) «([[είναι]]) αμφίβολο», [[είναι]] αβέβαιο, δεν υπάρχει [[βεβαιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από κάποιον, που περιβάλλει κάποιον ή [[κάτι]] από [[παντού]]<br />αυτός που χτυπιέται από όλες τις πλευρές<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[διπλή]] [[αιχμή]], «ἀμφίβολοι κάμακες»<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀμφίβολον</i> [[σκοινί]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀμφίβολος]] εἰμι», βρίσκομαι [[ανάμεσα]] σε δύο [[πυρά]], βάλλομαι από [[παντού]]<br />«[[ἀμφίβολος]] [[βίος]]», λέγεται για τους αποστάτες<br />«ἐν αμφιβὀλῳ [[εἰμί]]», βρίσκομαι σε [[αμφιβολία]], [[αμφιβάλλω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφιβάλλω]]. Για τη σημ. <b>βλ. λ.</b> [[αμφιβάλλω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμφιβολία]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίβολος:''' -ον ([[ἀμφιβάλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περιβάλλει, περικυκλώνει, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που βάλλεται από όλες ή και τις [[δύο]] πλευρές, σε Αισχύλ.· ἀμφ. [[εἶναι]], βρίσκομαι [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] [[πυρά]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., αυτός που βάλλει και από τις [[δύο]] μεριές, [[δίστομος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> [[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]], [[αμφίσημος]], αμφιλεγόμενος, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· τἀγαθὰ ἐς ἀμφίβολον [[ἔθεντο]], υπολόγιζαν την [[καλή]] τους [[τύχη]] ως αμφίβολη, σε Θουκ.· <i>ἐν ἀμφιβόλῳ</i>, σε [[ἀμφιβολία]], σε Λουκ.· επίρρ. οὐκ [[ἀμφιβόλως]], σε Αισχύλ.
}}
}}