Anonymous

ἀνάπηρος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάπηρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[αρτιμελής]], ακρωτηριασμένος, [[σακάτης]]<br /><b>2.</b> ο [[ελλιπής]], ο [[ανίκανος]] για [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική [[τελειότητα]], [[αρτιότητα]]<br /><b>2.</b> ο [[ανίκανος]] για [[εργασία]] λόγω αναπηρίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανά</i> <span style="color: red;">+</span> [[πηρός]] «αυτός που έχει [[βλάβη]] σε κάποιο [[μέλος]] του σώματός του».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναπηρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀναπηρῶ</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάπηρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[αρτιμελής]], ακρωτηριασμένος, [[σακάτης]]<br /><b>2.</b> ο [[ελλιπής]], ο [[ανίκανος]] για [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική [[τελειότητα]], [[αρτιότητα]]<br /><b>2.</b> ο [[ανίκανος]] για [[εργασία]] λόγω αναπηρίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανά</i> <span style="color: red;">+</span> [[πηρός]] «αυτός που έχει [[βλάβη]] σε κάποιο [[μέλος]] του σώματός του».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναπηρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀναπηρῶ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάπηρος:''' -ον, ακρωτηριασμένος, σακατεμένος, [[ανάπηρος]], σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}