Anonymous

ἀναμανθάνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναμανθάνω]] (ΑΜ)<br />[[μαθαίνω]] [[κάτι]] με [[ακρίβεια]], [[παίρνω]] ακριβείς πληροφορίες, πληροφορούμαι.
|mltxt=[[ἀναμανθάνω]] (ΑΜ)<br />[[μαθαίνω]] [[κάτι]] με [[ακρίβεια]], [[παίρνω]] ακριβείς πληροφορίες, πληροφορούμαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναμανθάνω:''' μέλ. <i>-μᾰθήσομαι</i>, [[εξετάζω]] προσεκτικά, σε Ηρόδ.
}}
}}