Anonymous

ἄνομος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄνομος]], -ον)<br />(για πρόσωπα)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν τηρεί τους νόμους, [[άδικος]], [[παράνομος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) α) [[ασεβής]], [[μιαρός]], [[φαύλος]]<br />β) αυτός που γίνεται [[παράνομα]], [[άδικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα άνομα</i><br />παράνομες πράξεις, ανομίες<br /><b>2.</b> αυτός που δεν γίνεται σύμφωνα με τους νόμους της μουσικής, μη [[μελωδικός]], μη [[αρμονικός]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄνομος]], -ον)<br />(για πρόσωπα)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν τηρεί τους νόμους, [[άδικος]], [[παράνομος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) α) [[ασεβής]], [[μιαρός]], [[φαύλος]]<br />β) αυτός που γίνεται [[παράνομα]], [[άδικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα άνομα</i><br />παράνομες πράξεις, ανομίες<br /><b>2.</b> αυτός που δεν γίνεται σύμφωνα με τους νόμους της μουσικής, μη [[μελωδικός]], μη [[αρμονικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄνομος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει νόμο, [[άνομος]], [[παράνομος]], σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· επίρρ. <i>-μως</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· συγκρ. <i>-ώτερον</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ([[νόμος]] II), [[μουσικός]], σε Αισχύλ.
}}
}}