Anonymous

ἀνίερος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνίερος]], -ον)<br />[[ανόσιος]], [[βέβηλος]], αυτός που δεν σέβεται τα ιερά<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ψευδοϊερέας, αυτός που αντικανονικά ασκεί το ιερατικό [[λειτούργημα]]<br /><b>2.</b> ο μη [[χριστιανός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο δεν προσφέρονται θυσίες<br /><b>2.</b> (για εξώγαμα [[παιδιά]]) μη [[νόμιμος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνίερος]], -ον)<br />[[ανόσιος]], [[βέβηλος]], αυτός που δεν σέβεται τα ιερά<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ψευδοϊερέας, αυτός που αντικανονικά ασκεί το ιερατικό [[λειτούργημα]]<br /><b>2.</b> ο μη [[χριστιανός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο δεν προσφέρονται θυσίες<br /><b>2.</b> (για εξώγαμα [[παιδιά]]) μη [[νόμιμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνίερος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[ανόσιος]], μη [[αγιασμένος]], [[βέβηλος]], σε Αισχύλ.· [[ἀνίερος]] ἀθύτων πελάνων, [[ανίερος]] εξαιτίας μη προσφερομένων θυσιών, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μη καθιερωμένος, σε Πλάτ.
}}
}}