Anonymous

διαβατός: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό και διάβατος, -η, -ο (AM [[διαβατός]], -ή, -όν<br />Α και αιολ. τ. [[ζάβατος]]) [[διαβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να διαβεί<br /><b>2.</b> ο ευκολοδιάβατος, [[ευκολοπέραστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διαβατό</i><br /><b>1.</b> το [[πεζοδρόμιο]]<br /><b>2.</b> [[μεγάλος]], [[ευρύχωρος]] [[δρόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να προσεγγίσει, ο [[προσιτός]].
|mltxt=-ή, -ό και διάβατος, -η, -ο (AM [[διαβατός]], -ή, -όν<br />Α και αιολ. τ. [[ζάβατος]]) [[διαβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να διαβεί<br /><b>2.</b> ο ευκολοδιάβατος, [[ευκολοπέραστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διαβατό</i><br /><b>1.</b> το [[πεζοδρόμιο]]<br /><b>2.</b> [[μεγάλος]], [[ευρύχωρος]] [[δρόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να προσεγγίσει, ο [[προσιτός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαβᾰτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[διαβαίνω]], αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να περάσει ή να διαβεί, αυτός που παρέχει εύκολη [[διάβαση]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου</i>, την οποία μπορεί [[κάποιος]] να προσεγγίσει από την [[ξηρά]], στον ίδ.
}}
}}