Anonymous

ἀποπνίγω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀποπνίγω]])<br />[[πνίγω]], [[στραγγαλίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενοχλώ]] υπερβολικά κάποιον, τον [[κάνω]] να πνιγεί από [[οργή]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον να σκάσει από τη [[δυσοσμία]]<br /><b>3.</b> (για φυτά) [[περιβάλλω]], [[περισφίγγω]] [[μέχρι]] πνιγμού («συμφυεῑσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό», ΚΔ).
|mltxt=(AM [[ἀποπνίγω]])<br />[[πνίγω]], [[στραγγαλίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενοχλώ]] υπερβολικά κάποιον, τον [[κάνω]] να πνιγεί από [[οργή]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον να σκάσει από τη [[δυσοσμία]]<br /><b>3.</b> (για φυτά) [[περιβάλλω]], [[περισφίγγω]] [[μέχρι]] πνιγμού («συμφυεῑσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό», ΚΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπνίγω:''' [ῑ], μέλ. <i>-πνίξομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-έπνιξα</i>· [[πνίγω]], [[στραγγαλίζω]], σε Ηρόδ.· <i>ἀπέπνιγον</i>, σε Αριστοφ.· λέγεται για φυτά που καταπνίγονται από αγκάθια, σε Καινή Διαθήκη — Παθ. μέλ. <i>-πνιγήσομαι</i>, αόρ. βʹ -επνίγην [ῐ]· μτχ. παρακ. <i>-πεπνιγμένος</i>· πνίγομαι, [[παθαίνω]] [[ασφυξία]], [[πεθαίνω]] από πνιγμό, σε Δημ.· μεταφ., πνίγομαι από την [[οργή]] μου, στον ίδ.
}}
}}