3,274,306
edits
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἀποπνίγω]])<br />[[πνίγω]], [[στραγγαλίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενοχλώ]] υπερβολικά κάποιον, τον [[κάνω]] να πνιγεί από [[οργή]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον να σκάσει από τη [[δυσοσμία]]<br /><b>3.</b> (για φυτά) [[περιβάλλω]], [[περισφίγγω]] [[μέχρι]] πνιγμού («συμφυεῑσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό», ΚΔ). | |mltxt=(AM [[ἀποπνίγω]])<br />[[πνίγω]], [[στραγγαλίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενοχλώ]] υπερβολικά κάποιον, τον [[κάνω]] να πνιγεί από [[οργή]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον να σκάσει από τη [[δυσοσμία]]<br /><b>3.</b> (για φυτά) [[περιβάλλω]], [[περισφίγγω]] [[μέχρι]] πνιγμού («συμφυεῑσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό», ΚΔ). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποπνίγω:''' [ῑ], μέλ. <i>-πνίξομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-έπνιξα</i>· [[πνίγω]], [[στραγγαλίζω]], σε Ηρόδ.· <i>ἀπέπνιγον</i>, σε Αριστοφ.· λέγεται για φυτά που καταπνίγονται από αγκάθια, σε Καινή Διαθήκη — Παθ. μέλ. <i>-πνιγήσομαι</i>, αόρ. βʹ -επνίγην [ῐ]· μτχ. παρακ. <i>-πεπνιγμένος</i>· πνίγομαι, [[παθαίνω]] [[ασφυξία]], [[πεθαίνω]] από πνιγμό, σε Δημ.· μεταφ., πνίγομαι από την [[οργή]] μου, στον ίδ. | |||
}} | }} |