Anonymous

ἀστεῖος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἀστεῖος]], -α, -ον και -ος, -ον)<br /><b>1.</b> (για λόγο) ο [[έξυπνος]], ο [[ευτράπελος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο [[ευχάριστος]], ο [[ευφυολόγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μηδαμινός]], ο [[ασήμαντος]] («αστείο [[κέρδος]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ευφυολόγημα]], το [[χωρατό]], η [[εξυπνάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πολιτισμένος]], ο [[κοινωνικός]], ο καλλιεργημένος<br /><b>2.</b> ο [[έξυπνος]], ο [[χαριτωμένος]]<br /><b>3.</b> ο [[κομψός]], ο όμορφος<br /><b>4.</b> ο [[εξαίρετος]] στο [[είδος]] του<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὰ ἀστεῖα</i><br />είδη καλής ποιότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άστυ]]. Η κυριολεκτική [[σημασία]] της λ. [[είναι]] «ο του άστεως» (<b>[[πρβλ]].</b> [[αστικός]]), χρησιμοποιήθηκε όμως [[πάντα]] με μεταφορική [[σημασία]] «[[πολιτισμένος]], καλλιεργημένος» (σε [[αντίθεση]] [[προς]] τα «[[αγροίκος]]», «[[λαϊκός]]»), απ' όπου κατέληξε στη [[σημασία]] «[[έξυπνος]], [[ευφυολόγος]], [[ευτράπελος]]», [[χρήση]] με την οποία απαντά ευρύτατα στη νεοελληνική. Παράλληλη σημασιολογική [[εξέλιξη]] εμφανίζει και το λατ. επιθ. <i>urbanus</i> (κυριολ. «[[αστικός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>urbs</i> «[[άστυ]], [[πόλη]]»), που [[αφού]] προσέλαβε τη [[σημασία]] «εκλεπτυσμένος, καλλιεργημένος» κατέληξε [[επίσης]] να δηλώνει και τον «ευτράπελο αστείο» (χρησιμοποιήθηκε και ως ουσ. με την [[έννοια]] «αστειολόγος, [[ευφυολόγος]]» — <b>[[πρβλ]].</b> και <i>urbanitas</i> «[[αστειότητα]], [[ευφυολογία]]»). Με ανάλογο τρόπο εξελίχθηκαν σημασιολογικά και τα νεοελλ. [[χωρατό]] (κυριολ. «[[συναναστροφή]] με χωραΐτες, κατοίκους της χώρας») και [[χωρατεύω]] (κυριολ. «[[συναναστρέφομαι]] με χωραΐτες»), λέξεις που αργότερα προσέλαβαν αντιστοίχως τις σημασίες «ενδιαφέρουσα, ευτράπελη [[συνομιλία]]», «[[συνομιλώ]]», για να καταλήξουν να σημαίνουν «[[αστειότητα]]» και «[[αστειεύομαι]]» — <b>[[πρβλ]].</b> και <i>χωραταζής</i>, [[χωρατά]] ([[χωρατό]])].
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἀστεῖος]], -α, -ον και -ος, -ον)<br /><b>1.</b> (για λόγο) ο [[έξυπνος]], ο [[ευτράπελος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ο [[ευχάριστος]], ο [[ευφυολόγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μηδαμινός]], ο [[ασήμαντος]] («αστείο [[κέρδος]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ευφυολόγημα]], το [[χωρατό]], η [[εξυπνάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πολιτισμένος]], ο [[κοινωνικός]], ο καλλιεργημένος<br /><b>2.</b> ο [[έξυπνος]], ο [[χαριτωμένος]]<br /><b>3.</b> ο [[κομψός]], ο όμορφος<br /><b>4.</b> ο [[εξαίρετος]] στο [[είδος]] του<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὰ ἀστεῖα</i><br />είδη καλής ποιότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άστυ]]. Η κυριολεκτική [[σημασία]] της λ. [[είναι]] «ο του άστεως» (<b>[[πρβλ]].</b> [[αστικός]]), χρησιμοποιήθηκε όμως [[πάντα]] με μεταφορική [[σημασία]] «[[πολιτισμένος]], καλλιεργημένος» (σε [[αντίθεση]] [[προς]] τα «[[αγροίκος]]», «[[λαϊκός]]»), απ' όπου κατέληξε στη [[σημασία]] «[[έξυπνος]], [[ευφυολόγος]], [[ευτράπελος]]», [[χρήση]] με την οποία απαντά ευρύτατα στη νεοελληνική. Παράλληλη σημασιολογική [[εξέλιξη]] εμφανίζει και το λατ. επιθ. <i>urbanus</i> (κυριολ. «[[αστικός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>urbs</i> «[[άστυ]], [[πόλη]]»), που [[αφού]] προσέλαβε τη [[σημασία]] «εκλεπτυσμένος, καλλιεργημένος» κατέληξε [[επίσης]] να δηλώνει και τον «ευτράπελο αστείο» (χρησιμοποιήθηκε και ως ουσ. με την [[έννοια]] «αστειολόγος, [[ευφυολόγος]]» — <b>[[πρβλ]].</b> και <i>urbanitas</i> «[[αστειότητα]], [[ευφυολογία]]»). Με ανάλογο τρόπο εξελίχθηκαν σημασιολογικά και τα νεοελλ. [[χωρατό]] (κυριολ. «[[συναναστροφή]] με χωραΐτες, κατοίκους της χώρας») και [[χωρατεύω]] (κυριολ. «[[συναναστρέφομαι]] με χωραΐτες»), λέξεις που αργότερα προσέλαβαν αντιστοίχως τις σημασίες «ενδιαφέρουσα, ευτράπελη [[συνομιλία]]», «[[συνομιλώ]]», για να καταλήξουν να σημαίνουν «[[αστειότητα]]» και «[[αστειεύομαι]]» — <b>[[πρβλ]].</b> και <i>χωραταζής</i>, [[χωρατά]] ([[χωρατό]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀστεῖος:''' -α, -ον ([[ἄστυ]]), αυτός που προέρχεται από την πόλη, απ' όπου, όπως Λατ. [[urbanus]], αυτός που ανατράφηκε στην πόλη, [[ευγενής]], [[ευγενικός]], αντίθ. προς το [[ἀγροῖκος]], σε Πλάτ.· εξευγενισμένος, [[λεπτός]], [[χαριτωμένος]], [[ευφυής]], [[έξυπνος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· ειρων., ἀστεῖον [[κέρδος]], [[ωραίο]] [[κέρδος]]..., σε Αριστοφ.
}}
}}