Anonymous

βορά: Difference between revisions

From LSJ
417 bytes added ,  30 December 2018
3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[βορά]])<br />η [[τροφή]], [[κυρίως]] για σαρκοφάγα ζώα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οποιαδήποτε [[τροφή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «γαστρὸς [[βορά]]» — [[λαιμαργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βορά]] (τραγικοί, <b>Ηρόδ.</b>, <b>Αριστοτ.</b>) αποτελεί όνομα δηλωτικό δράσεως που ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i>- «[[καταπίνω]], [[καταβροχθίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και λ. [[βιβρώσκω]]). Η [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i>- απαντά στα αρμ. <b>(αόρ.)</b> <i>e</i>-<i>ker</i> «αυτός έφαγε», λιθ. <i>geriu</i>, <i>gerti</i> «[[πίνω]]», η δε ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της στα λατ. <i>voro</i> «[[καταπίνω]], [[καταβροχθίζω]]» (πιθ. <span style="color: red;"><</span> ουσ. <i>vor</i><i>ā</i>= [[βορά]], αν δεν πρόκειται για δευτερογενή θαμιστικό σχηματισμό) και αρχ. ινδ. <b>(παρακμ.)</b> <i>jag</i><i>ā</i><i>ra</i>. Στην Αρχαία σχηματίστηκαν αρκετά [[σύνθετα]] σε -<i>βορος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιμοβόρος]], [[διαβόρος]], [[κρεοβόρος]], [[κουροβόρος]], [[πολυβόρος]] <b>κ.ά.</b>). Τα [[σύνθετα]] [[δημοβόρος]] (το β' συνθετικό του οποίου ταυτίζεται με το αντίστοιχο την αρχ. ινδ. <i>aja</i>-<i>gara</i> «αυτός που καταβροχθίζει κατσίκες» και αβεστ. <i>asp</i><i>ō</i>-<i>gara</i> «αυτός που καταβροχθίζει άλογα») και [[θυμοβόρος]] αποτελούν ποιητικούς ([[Όμηρος]]) εκφραστικούς τύπους προγενέστερους της λ. [[βορά]]. Τέλος το λατ. <i>carnivorus</i> «[[σαρκοβόρος]]» <b>(Πλίν.)</b> αποτελεί νεώτερο σχηματισμό [[κατά]] το [[πρότυπο]] των ελληνικών συνθέτων σε -<i>βορος</i>].
|mltxt=η (AM [[βορά]])<br />η [[τροφή]], [[κυρίως]] για σαρκοφάγα ζώα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οποιαδήποτε [[τροφή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «γαστρὸς [[βορά]]» — [[λαιμαργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βορά]] (τραγικοί, <b>Ηρόδ.</b>, <b>Αριστοτ.</b>) αποτελεί όνομα δηλωτικό δράσεως που ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i>- «[[καταπίνω]], [[καταβροχθίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> και λ. [[βιβρώσκω]]). Η [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i>- απαντά στα αρμ. <b>(αόρ.)</b> <i>e</i>-<i>ker</i> «αυτός έφαγε», λιθ. <i>geriu</i>, <i>gerti</i> «[[πίνω]]», η δε ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της στα λατ. <i>voro</i> «[[καταπίνω]], [[καταβροχθίζω]]» (πιθ. <span style="color: red;"><</span> ουσ. <i>vor</i><i>ā</i>= [[βορά]], αν δεν πρόκειται για δευτερογενή θαμιστικό σχηματισμό) και αρχ. ινδ. <b>(παρακμ.)</b> <i>jag</i><i>ā</i><i>ra</i>. Στην Αρχαία σχηματίστηκαν αρκετά [[σύνθετα]] σε -<i>βορος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιμοβόρος]], [[διαβόρος]], [[κρεοβόρος]], [[κουροβόρος]], [[πολυβόρος]] <b>κ.ά.</b>). Τα [[σύνθετα]] [[δημοβόρος]] (το β' συνθετικό του οποίου ταυτίζεται με το αντίστοιχο την αρχ. ινδ. <i>aja</i>-<i>gara</i> «αυτός που καταβροχθίζει κατσίκες» και αβεστ. <i>asp</i><i>ō</i>-<i>gara</i> «αυτός που καταβροχθίζει άλογα») και [[θυμοβόρος]] αποτελούν ποιητικούς ([[Όμηρος]]) εκφραστικούς τύπους προγενέστερους της λ. [[βορά]]. Τέλος το λατ. <i>carnivorus</i> «[[σαρκοβόρος]]» <b>(Πλίν.)</b> αποτελεί νεώτερο σχηματισμό [[κατά]] το [[πρότυπο]] των ελληνικών συνθέτων σε -<i>βορος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βορά:''' ἡ (βλ. [[βιβρώσκω]]), [[τροφή]], [[βοσκή]], [[κρέας]], κανονικά χρησιμοποιείται για τα σαρκοφάγα ζώα, σε Τραγ.· λέγεται για συμπόσια ανθρωποφάγων λαών, σε Ηρόδ., Τραγ.· σπάνια, χρησιμ. για το απλό [[φαγητό]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}