Anonymous

ἀσύμφορος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσύμφορος]], -ον, Α και ἀξύμφορος) [[συμφέρω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν συμφέρει, [[ανώφελος]], [[επιζήμιος]]<br /><b>2.</b> ο [[ακατάλληλος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παράλογος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσύμφορος]], -ον, Α και ἀξύμφορος) [[συμφέρω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν συμφέρει, [[ανώφελος]], [[επιζήμιος]]<br /><b>2.</b> ο [[ακατάλληλος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παράλογος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσύμφορος:''' αρχ. Αττ. ἀ-[[ξύμφορος]], -ον, αυτός που δεν [[συμφέρει]], [[απρόσφορος]], [[ανώφελος]], σε Ησίοδ.· με δοτ., [[ακατάλληλος]] για [[κάτι]], [[επιβλαβής]], σε Ευρ., Θουκ.· επίσης, <i>ἔς</i> ή [[πρός]] τι, στον ίδ.· επίρρ., <i>-ρως</i>, σε Ξεν.
}}
}}