Anonymous

δάσκιος: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δάσκιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> με πυκνή [[σκιά]] («[[δάσκιος]] ὕλη» — σκιερό, πυκνό [[δάσος]])<br /><b>2.</b> [[δασώδης]] («δάσκια ὄρη»)<br /><b>3.</b> (για τα γένια) «δάσκιον [[γενειάδα]]» — τα [[μακριά]], [[πυκνά]] του γένια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό το επιτατικό [[πρόθεμα]] <i>δα</i>- και β' συνθετικό τη [[λέξη]] [[σκιά]].
|mltxt=[[δάσκιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> με πυκνή [[σκιά]] («[[δάσκιος]] ὕλη» — σκιερό, πυκνό [[δάσος]])<br /><b>2.</b> [[δασώδης]] («δάσκια ὄρη»)<br /><b>3.</b> (για τα γένια) «δάσκιον [[γενειάδα]]» — τα [[μακριά]], [[πυκνά]] του γένια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό το επιτατικό [[πρόθεμα]] <i>δα</i>- και β' συνθετικό τη [[λέξη]] [[σκιά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δάσκιος:''' -ον (δα-, [[σκιά]]), αυτός που έχει πυκνή [[σκιά]], [[σκιερός]], [[θαμνώδης]], [[πυκνός]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· λέγεται για τη [[γενειάδα]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}