Anonymous

ἀπομόργνυμι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπομόργνυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σφουγγίζω]], [[καθαρίζω]] με [[σφούγγισμα]]<br /><b>2.</b> «ἀπομόργνυμαι ὀργήν» — [[αποβάλλω]] την [[οργή]], [[ηρεμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ομόργνυμι]] «[[σφουγγίζω]]»].
|mltxt=[[ἀπομόργνυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σφουγγίζω]], [[καθαρίζω]] με [[σφούγγισμα]]<br /><b>2.</b> «ἀπομόργνυμαι ὀργήν» — [[αποβάλλω]] την [[οργή]], [[ηρεμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ομόργνυμι]] «[[σφουγγίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπομόργνῡμι:''' μέλ. <i>-ομόρξω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[σφουγγίζω]], [[σκουπίζω]] από, <i>τί τινος</i>, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., σφουγγίζομαι, στο ίδ.· ἀπομόρξατο [[δάκρυ]], σκούπισε τα δάκρυά του, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., με την [[ίδια]] [[σημασία]], <i>ἀπομόρξασθαι</i>, σε Αριστοφ.· και στην Παθ., <i>τὴν ὀργὴν ἀπομορχθείς</i>, έχοντας κατευνάσει τον θυμό μου, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καθαρίζω]] το πρόσωπό μου σφουγγίζοντάς το, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., ἀπομόρξατο [[παρειάς]], σφούγγισε τα μάγουλά της, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}