3,274,306
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἀπολυτικός]]), -ή, -όν) [[απόλυσις]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο [[σχετικός]] με την [[απόλυση]] ή την [[απαλλαγή]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἀπολυτική [[ἐπιστολή]]» — [[επιστολή]] που χορηγείται σε κληρικό ως [[άδεια]] για να μετατεθεί σε [[άλλη]] [[επισκοπή]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀπολυτικόν</i><br />[[απολυτίκιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αθωωτικός]], [[απαλλακτικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἀπολυτικός]]), -ή, -όν) [[απόλυσις]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο [[σχετικός]] με την [[απόλυση]] ή την [[απαλλαγή]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἀπολυτική [[ἐπιστολή]]» — [[επιστολή]] που χορηγείται σε κληρικό ως [[άδεια]] για να μετατεθεί σε [[άλλη]] [[επισκοπή]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀπολυτικόν</i><br />[[απολυτίκιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αθωωτικός]], [[απαλλακτικός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπολῠτικός:''' -ή, -όν ([[ἀπολύω]]), αυτός που είναι διατεθειμένος να απαλλάξει, να αθωώσει· επίρρ., [[ἀπολυτικῶς]] ἔχειν, έχω κατά νου να απαλλάξω, να αθωώσω κάποιον, σε Ξεν. | |||
}} | }} |