Anonymous

αὐθαίρετος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM αύθαίρετος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται αυθαίρετα, [[χωρίς]] να ακολουθηθούν ορισμένες αρχές, νόμοι, κανονισμοί κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα αυθαίρετα</i><br />οικοδομές που έγιναν [[χωρίς]] να έχει εκδοθεί [[άδεια]] από την αρμόδια [[αρχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτοεκλεγμένος, αυτοδιορισμένος<br /><b>2.</b> αυτός που ενεργεί εκούσια, με τη θέλησή του<br /><b>3.</b> (για πράγματα) αυτός που προέρχεται από την ελεύθερη [[εκλογή]] ή [[βούληση]] κάποιου, [[εκούσιος]], [[θεληματικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυθ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[αιρετός]] <span style="color: red;"><</span> [[αιρώ]]].
|mltxt=-η, -ο (AM αύθαίρετος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται αυθαίρετα, [[χωρίς]] να ακολουθηθούν ορισμένες αρχές, νόμοι, κανονισμοί κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα αυθαίρετα</i><br />οικοδομές που έγιναν [[χωρίς]] να έχει εκδοθεί [[άδεια]] από την αρμόδια [[αρχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτοεκλεγμένος, αυτοδιορισμένος<br /><b>2.</b> αυτός που ενεργεί εκούσια, με τη θέλησή του<br /><b>3.</b> (για πράγματα) αυτός που προέρχεται από την ελεύθερη [[εκλογή]] ή [[βούληση]] κάποιου, [[εκούσιος]], [[θεληματικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυθ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[αιρετός]] <span style="color: red;"><</span> [[αιρώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐθαίρετος:''' -ον, <b class="num">I.</b> εκλεγμένος από τον εαυτό του, επιλεγμένος από τον εαυτό του, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> ο αφ' [[εαυτού]], σε Ευρ.· [[ανεξάρτητος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πράγματα, αυτό που επιλέγει [[κάποιος]], αυτός που προκαλεί στον εαυτό του, [[θεληματικός]], [[εκούσιος]], σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.
}}
}}