Anonymous

ἔκτοπος: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔκτοπος]], -ον (AM)<br />I. 1. απομακρυσμένος από έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> [[ξένος]], [[αλλοδαπός]]<br /><b>3.</b> [[ασυνήθιστος]], [[έκτακτος]], [[παράλογος]], [[παράδοξος]], [[άτοπος]]<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ιδιότροπος]], [[παράξενος]], [[εκκεντρικός]], ο [[εκτός]] τόπου<br /><b>5.</b> «ἔκτοπον<br />ἔξοδον» (<b>Ησύχ.</b>)<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἐκτόπως</i><br />εκτάκτως, ασυνήθιστα, υπερβολικά, παράδοξα, θαυμαστά.
|mltxt=[[ἔκτοπος]], -ον (AM)<br />I. 1. απομακρυσμένος από έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> [[ξένος]], [[αλλοδαπός]]<br /><b>3.</b> [[ασυνήθιστος]], [[έκτακτος]], [[παράλογος]], [[παράδοξος]], [[άτοπος]]<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ιδιότροπος]], [[παράξενος]], [[εκκεντρικός]], ο [[εκτός]] τόπου<br /><b>5.</b> «ἔκτοπον<br />ἔξοδον» (<b>Ησύχ.</b>)<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἐκτόπως</i><br />εκτάκτως, ασυνήθιστα, υπερβολικά, παράδοξα, θαυμαστά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔκτοπος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που είναι έξω από έναν [[τόπο]], [[μακριά]] από αυτόν, με γεν., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., απομακρυσμένος, στον ίδ.· [[ἔκτοπος]] [[ἔστω]], ας φύγει, ας απομακρυνθεί από τον [[τόπο]] αυτό, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ξένος]], <i>οὐδενὸς πρὸς ἐκτόπου</i>, όχι από [[ξένο]] [[χέρι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται έξω απ' το συνηθισμένο, [[παράδοξος]], [[αλλόκοτος]], σε Αριστοφ.
}}
}}