Anonymous

πυρολόγος: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που μαζεύει, που θερίζει το [[σιτάρι]], [[θεριστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρός]] «[[σίτος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που μαζεύει, που θερίζει το [[σιτάρι]], [[θεριστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρός]] «[[σίτος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῡρολόγος:''' -ον (πύρος, [[λέγω]]), αυτός που θερίζει [[σιτάρι]], σε Ανθ.
}}
}}