3,274,399
edits
(38) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[στίζω]]<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[στίζω]], το ανεξίτηλο [[σημείο]] που απομένει στο [[δέρμα]] από [[χάραγμα]] με οξύ όργανο ή από [[έγκαυση]] με πυρακτωμένο [[αντικείμενο]], [[σημάδι]] (α. «όλα τα ζώα είχαν στίγματα από καυτό [[σίδερο]]» β. «[[οἷον]] ἔχοντός τινος [[στίγμα]] ἐν τῷ βραχίονι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[αποτύπωμα]] που απομένει στο [[δέρμα]] από [[τραύμα]], από [[εξάνθημα]] ή [[εξέλκωση]], [[ουλή]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) μικρό έγχρωμο [[σημείο]], [[ιδίως]] σε [[δέρμα]] ζώου, σε [[φτερό]] εντόμου ή πτηνού, [[βούλλα]] (α. «έχει στα φτερά της μικρά κόκκινα στίγματα» β. «τοῑς γρυψὶ στίγματα ὁποῑα καὶ ταῑς παρδάλεσιν [[εἶναι]]», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>4.</b> το γραφικό [[σύμπλεγμα]] ς' που δηλώνει τον αριθμό στ' ή έξι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κηλίδα]], [[λεκές]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> κλινικό ή βιολογικό [[σημείο]] με μόνιμο χαρακτήρα το οποίο [[είναι]] [[τυπικό]] για ορισμένη νόσο ή παθολογική [[κατάσταση]] της οποίας αποκαλύπτει την ύπαρξη («[[στίγμα]] μεσογειακής αναιμίας»)<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> το [[κορυφαίο]] επάκριο [[τμήμα]] του υπέρου τών αγγειοσπέρμων το οποίο δέχεται τη [[γύρη]] [[κατά]] την [[επικονίαση]] και [[πάνω]] στο οποίο εκβλαστάνει ο [[γυρεόκοκκος]]<br /><b>4.</b> <b>ζωολ.</b> α) [[σωματίδιο]] το οποίο περιέχει τη [[χρωστική]] [[καροτένιο]] και βρίσκεται στη [[βάση]] του μαστιγίου ορισμένων φωτοσυνθετικών πρωτοζώων<br />β) μικροσκοπικό [[άνοιγμα]] το οποίο δημιουργούν τα μεταναστευτικά κύτταρα του οργανισμού όταν διασχίζουν τα ενδοθηλιακά κύτταρα [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της διαπήδησης<br />γ) αναπνευστικό [[άνοιγμα]] τών εντόμων στο [[άκρο]] ενός, λιγότερο ή περισσότερο, διακλαδισμένου τραχειακού σωληναρίου<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> η [[θέση]] ενός πλοίου [[πάνω]] στον [[χάρτη]] σε δεδομένη χρονική [[στιγμή]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[ηθική]] [[μείωση]], [[ντροπή]], όνειδος («η [[ενέργεια]] του υπουργού [[αυτού]] αποτελεί [[στίγμα]] για ολόκληρη την [[κυβέρνηση]]»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στίγμα]] ακτοπλοϊκό»<br /><b>ναυτ.</b> το [[στίγμα]] που προσδιορίζεται με τη [[λήψη]] διοπτεύσεων σημείων της ακτής<br />β) «[[στίγμα]] αναμέτρησης»<br /><b>ναυτ.</b> το [[στίγμα]] που προσδιορίζεται με [[βάση]] την [[πορεία]] και την [[απόσταση]] που διανύθηκε<br />γ) «[[στίγμα]] αστρονομικό»<br /><b>ναυτ.</b> το [[στίγμα]] που προσδιορίστηκε με μεθόδους της αστρονομικής ναυτιλίας<br />δ) «στίγματα επαγγελματικά»<br /><b>ιατρ.</b> τα χαρακτηριστικά του επαγγέλματος [[σημεία]] που βρίσκονται [[πάνω]] στο ανθρώπινο [[σώμα]]<br />ε) «[[στίγμα]] ραδιοναυτιλίας»<br />(αερ.-ναυτ.) [[στίγμα]] που προσδιορίστηκε με ραδιοναυτιλιακά βοηθήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ήλος]] («ὁμοιώματα χρυσίου ποιήσομέν σοι [[μετὰ]] στιγμάτων ἀργυρίου», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πάθημα]], [[πληγή]] («ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῡ... Ἰησοῡ ἐν τῷ σώματι μου [[βαστάζω]]», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «στίγματα [[ἱερά]]» — σημάδια που έδειχναν ότι εκείνοι που τά είχαν ανήκαν στην [[υπηρεσία]] ενός ναού (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «[[στίγμα]] χρυσοῡν» — το [[χρώμα]] του χρυσού (Ψ Δημόκρ.). | |mltxt=το, ΝΜΑ [[στίζω]]<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[στίζω]], το ανεξίτηλο [[σημείο]] που απομένει στο [[δέρμα]] από [[χάραγμα]] με οξύ όργανο ή από [[έγκαυση]] με πυρακτωμένο [[αντικείμενο]], [[σημάδι]] (α. «όλα τα ζώα είχαν στίγματα από καυτό [[σίδερο]]» β. «[[οἷον]] ἔχοντός τινος [[στίγμα]] ἐν τῷ βραχίονι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[αποτύπωμα]] που απομένει στο [[δέρμα]] από [[τραύμα]], από [[εξάνθημα]] ή [[εξέλκωση]], [[ουλή]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) μικρό έγχρωμο [[σημείο]], [[ιδίως]] σε [[δέρμα]] ζώου, σε [[φτερό]] εντόμου ή πτηνού, [[βούλλα]] (α. «έχει στα φτερά της μικρά κόκκινα στίγματα» β. «τοῑς γρυψὶ στίγματα ὁποῑα καὶ ταῑς παρδάλεσιν [[εἶναι]]», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>4.</b> το γραφικό [[σύμπλεγμα]] ς' που δηλώνει τον αριθμό στ' ή έξι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κηλίδα]], [[λεκές]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> κλινικό ή βιολογικό [[σημείο]] με μόνιμο χαρακτήρα το οποίο [[είναι]] [[τυπικό]] για ορισμένη νόσο ή παθολογική [[κατάσταση]] της οποίας αποκαλύπτει την ύπαρξη («[[στίγμα]] μεσογειακής αναιμίας»)<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> το [[κορυφαίο]] επάκριο [[τμήμα]] του υπέρου τών αγγειοσπέρμων το οποίο δέχεται τη [[γύρη]] [[κατά]] την [[επικονίαση]] και [[πάνω]] στο οποίο εκβλαστάνει ο [[γυρεόκοκκος]]<br /><b>4.</b> <b>ζωολ.</b> α) [[σωματίδιο]] το οποίο περιέχει τη [[χρωστική]] [[καροτένιο]] και βρίσκεται στη [[βάση]] του μαστιγίου ορισμένων φωτοσυνθετικών πρωτοζώων<br />β) μικροσκοπικό [[άνοιγμα]] το οποίο δημιουργούν τα μεταναστευτικά κύτταρα του οργανισμού όταν διασχίζουν τα ενδοθηλιακά κύτταρα [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της διαπήδησης<br />γ) αναπνευστικό [[άνοιγμα]] τών εντόμων στο [[άκρο]] ενός, λιγότερο ή περισσότερο, διακλαδισμένου τραχειακού σωληναρίου<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> η [[θέση]] ενός πλοίου [[πάνω]] στον [[χάρτη]] σε δεδομένη χρονική [[στιγμή]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[ηθική]] [[μείωση]], [[ντροπή]], όνειδος («η [[ενέργεια]] του υπουργού [[αυτού]] αποτελεί [[στίγμα]] για ολόκληρη την [[κυβέρνηση]]»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στίγμα]] ακτοπλοϊκό»<br /><b>ναυτ.</b> το [[στίγμα]] που προσδιορίζεται με τη [[λήψη]] διοπτεύσεων σημείων της ακτής<br />β) «[[στίγμα]] αναμέτρησης»<br /><b>ναυτ.</b> το [[στίγμα]] που προσδιορίζεται με [[βάση]] την [[πορεία]] και την [[απόσταση]] που διανύθηκε<br />γ) «[[στίγμα]] αστρονομικό»<br /><b>ναυτ.</b> το [[στίγμα]] που προσδιορίστηκε με μεθόδους της αστρονομικής ναυτιλίας<br />δ) «στίγματα επαγγελματικά»<br /><b>ιατρ.</b> τα χαρακτηριστικά του επαγγέλματος [[σημεία]] που βρίσκονται [[πάνω]] στο ανθρώπινο [[σώμα]]<br />ε) «[[στίγμα]] ραδιοναυτιλίας»<br />(αερ.-ναυτ.) [[στίγμα]] που προσδιορίστηκε με ραδιοναυτιλιακά βοηθήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ήλος]] («ὁμοιώματα χρυσίου ποιήσομέν σοι [[μετὰ]] στιγμάτων ἀργυρίου», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πάθημα]], [[πληγή]] («ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῡ... Ἰησοῡ ἐν τῷ σώματι μου [[βαστάζω]]», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «στίγματα [[ἱερά]]» — σημάδια που έδειχναν ότι εκείνοι που τά είχαν ανήκαν στην [[υπηρεσία]] ενός ναού (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «[[στίγμα]] χρυσοῡν» — το [[χρώμα]] του χρυσού (Ψ Δημόκρ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στίγμα:''' -ατος, τό ([[στίζω]]), [[σημάδι]] που δημιουργείται από πυρακτωμένη [[βελόνα]] ή [[εργαλείο]] με [[οξεία]] [[απόληξη]], [[τατουάζ]], [[σημάδεμα]], σε Ηρόδ., Κ.Δ. | |||
}} | }} |