3,274,764
edits
(15) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔθρονος]] και ἐΰθρονος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] θρόνο («ἐΰθρονος Ἠώς», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | |mltxt=[[εὔθρονος]] και ἐΰθρονος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] θρόνο («ἐΰθρονος Ἠώς», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔθρονος:''' Επικ. ἐΰ-θρ-, -ον, αυτός που έχει όμορφο θρόνο, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |