Anonymous

εὔθρονος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔθρονος]] και ἐΰθρονος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] θρόνο («ἐΰθρονος Ἠώς», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=[[εὔθρονος]] και ἐΰθρονος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] θρόνο («ἐΰθρονος Ἠώς», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔθρονος:''' Επικ. ἐΰ-θρ-, -ον, αυτός που έχει όμορφο θρόνο, σε Όμηρ.
}}
}}