Anonymous

ὑπεροπτικός: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπεροπτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπερόπτης]] / [[ὑπέροπτος]]<br />αυτός που έχει την [[τάση]] ή τη [[συνήθεια]] να περιφρονεί τους άλλους, [[υπερόπτης]], [[αλαζόνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε υπερόπτη, [[αλαζονικός]], [[υπερφίαλος]] («υπεροπτικό [[φέρσιμο]]»)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] από το οπτικό [[χίασμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπεροπτικώς]] / <i>ὑπεροπτικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υπεροπτικά</i> Ν<br />με υπεροπτικό, με περιφρονητικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπεροπτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπερόπτης]] / [[ὑπέροπτος]]<br />αυτός που έχει την [[τάση]] ή τη [[συνήθεια]] να περιφρονεί τους άλλους, [[υπερόπτης]], [[αλαζόνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε υπερόπτη, [[αλαζονικός]], [[υπερφίαλος]] («υπεροπτικό [[φέρσιμο]]»)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] από το οπτικό [[χίασμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπεροπτικώς]] / <i>ὑπεροπτικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υπεροπτικά</i> Ν<br />με υπεροπτικό, με περιφρονητικό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεροπτικός:''' -ή, -όν, προδιατεθειμένος να περιφρονεί τους άλλους, [[περιφρονητικός]], [[καταφρονητικός]], σε Ισοκρ., Δημ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Ξεν.
}}
}}