Anonymous

ξανθόθριξ: Difference between revisions

From LSJ
5
(27)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξανθόθριξ]], τριχος, ό, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, [[ξανθομάλλης]]<br /><b>2.</b> (για ίππο) [[καστανόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> [[λευκό]]-[[θριξ]], <i>κυανό</i>-[[θριξ]])].
|mltxt=[[ξανθόθριξ]], τριχος, ό, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, [[ξανθομάλλης]]<br /><b>2.</b> (για ίππο) [[καστανόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> [[λευκό]]-[[θριξ]], <i>κυανό</i>-[[θριξ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξανθόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός, αυτή που έχει ξανθές [[τρίχες]], ξανθά μαλλιά, σε Σόλ., Θεόκρ.
}}
}}