Anonymous

συμφύρω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] άτακτα, [[ζυμώνω]] [[μαζί]], [[ανακατώνω]] (α. «ψυχὴ συμπεφυρμένη [[μετὰ]] κακοῡ», <b>Πλάτ.</b><br />β. «[[αἷμα]] δ' ἐξ ἄκρου ἔσταξε κρατὸς συμπεφυρμένον πυρί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (με κακή σημ.) [[συγχρωτίζομαι]], [[συναγελάζομαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συνευρίσκομαι]] ερωτικά («[[Οἰδίπους]] τῇ μητρὶ συμφυρόμενος», Ψελλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οικοδομώ]] [[χωρίς]] [[σχέδιο]]<br /><b>2.</b> [[συγχέω]]<br /><b>3.</b> [[συγχύζω]], [[ταράζω]]<br /><b>4.</b> [[κηλιδώνω]] («αἵματι συνεπέφυρτο τὴν κεφαλήν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φύρω]] «[[συγχέω]], [[ανακατεύω]]»].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] άτακτα, [[ζυμώνω]] [[μαζί]], [[ανακατώνω]] (α. «ψυχὴ συμπεφυρμένη [[μετὰ]] κακοῡ», <b>Πλάτ.</b><br />β. «[[αἷμα]] δ' ἐξ ἄκρου ἔσταξε κρατὸς συμπεφυρμένον πυρί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (με κακή σημ.) [[συγχρωτίζομαι]], [[συναγελάζομαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συνευρίσκομαι]] ερωτικά («[[Οἰδίπους]] τῇ μητρὶ συμφυρόμενος», Ψελλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οικοδομώ]] [[χωρίς]] [[σχέδιο]]<br /><b>2.</b> [[συγχέω]]<br /><b>3.</b> [[συγχύζω]], [[ταράζω]]<br /><b>4.</b> [[κηλιδώνω]] («αἵματι συνεπέφυρτο τὴν κεφαλήν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φύρω]] «[[συγχέω]], [[ανακατεύω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμφύρω:''' [ῡ], Παθ. παρακ. <i>-πέφυρμαι</i>· [[ζυμώνω]] μαζί· [[χτυπώ]] κάποιον ώσπου να μελανιάσει, τον κάνω μαύρο στο [[ξύλο]], σε Θεόκρ. — Παθ., σε Ευρ.· ψυχὴ συμπέφυρται [[μετὰ]] τοῦ κακοῦ, σε Πλάτ.
}}
}}