Anonymous

ὑπομενετικός: Difference between revisions

From LSJ
6
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ, και [[ὑπομενητικός]], -ή, -όν, Α [[ὑπομενετός]] / [[ὑπομενητός]]<br />ὑπομονετικός<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπομενετικόν</i><br />η [[ιδιότητα]] του υπομονετικού<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίμονος]], [[πεισματάρης]].
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ, και [[ὑπομενητικός]], -ή, -όν, Α [[ὑπομενετός]] / [[ὑπομενητός]]<br />ὑπομονετικός<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπομενετικόν</i><br />η [[ιδιότητα]] του υπομονετικού<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίμονος]], [[πεισματάρης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπομενετικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[δύναμη]] να υπομένει, [[υπομονετικός]], [[τῶν]] δεινῶν, σε Αριστ.
}}
}}