Anonymous

παρασκευάζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και [[παρασκεάζω]] Α<br /><b>1.</b> [[προετοιμάζω]]<br /><b>2.</b> [[προμηθεύομαι]] τα αναγκαία υλικά και [[ετοιμάζω]] για [[χρήση]] [[κάτι]] που δεν υπήρχε [[προηγουμένως]] (α. «[[παρασκευάζω]] [[δείπνο]]» β. «[[παρασκευάζω]] [[φάρμακο]]»)<br /><b>3.</b> (σχετικά [[ιδίως]] με μαθητές ή στρατιωτικούς) [[εξασκώ]], [[προγυμνάζω]] κάποιον ώστε να [[είναι]] [[έτοιμος]] για [[κάτι]], [[προετοιμάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> φτιάχνω<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρασκευάζομαι</i><br />α) προετοιμάζομαι («παρασκευάζομαι για πόλεμο»)<br />β) καταρτίζομαι («δεν ήταν αρκετά παρασκευασμένος για τις εξετάσεις»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξευρίσκω]], [[επινοώ]]<br /><b>2.</b> [[εξασφαλίζω]], [[προμηθεύω]]<br /><b>3.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] έτοιμο<br /><b>4.</b> [[διαμορφώνω]]<br /><b>5.</b> [[κάνω]] κάποιον ικανό να καταλάβει [[κάτι]], τον [[βάζω]] στο [[νόημα]]<br /><b>6.</b> [[συνηθίζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[προσαρμόζω]] («παρεσκεύασεν ὁ θεὸς τὴν τῆς γυναικὸς [φύσιν] ἐπὶ τὰ [[ἔνδον]] ἔργα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> [[καθιστώ]] κάποιον φίλο μου<br /><b>9.</b> (με κακή σημ.) α) [[μηχανώμαι]], [[μεθοδεύω]] («[[παρασκευάζω]] θάνατόν τινι», Αντιφ.)<br />β) [[προσελκύω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου, [[προς]] την παράταξή μου<br />γ) [[σχηματίζω]] [[κόμμα]], [[φατρία]], [[κλίκα]], [[μηχανορραφώ]]<br />δ) <b>παθ.</b> [[γίνομαι]] [[οπαδός]] κάποιου με [[δωροδοκία]]<br /><b>10.</b> <b>μέσ.</b> α) (για ρήτορες) [[πείθω]] και [[κατορθώνω]] να προσεταιριστώ κάποιους ώστε να έλθουν ως μάρτυρες, εξαγοράζοντας και δωροδοκώντας τους ώστε με δόλο ή βία να πετύχω ευνοϊκή [[απόφαση]]<br />β) [[ετοιμάζω]] για τον εαυτό μου<br />γ) ετοιμάζομαι, [[κάνω]] ετοιμασίες<br />δ) (στον παρακμ.) <i>παρεσκεύασμαι</i><br />[[είμαι]] [[έτοιμος]], προετοιμασμένος («ληστρικώτερον... παρεσκευασμένους» — έτοιμοι, οπλισμένοι για να ριχθούν στην [[πειρατεία]], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>11.</b> [[παράγω]], [[προκαλώ]], [[προξενώ]] («παρασκευάζειν τοὺς ὄγκους καὶ τὰ καύματα», Διοκλ.)<br /><b>12.</b> <b>παθ.</b> (για πράγματα ή καταστάσεις) [[είμαι]] [[έτοιμος]], [[είμαι]] προετοιμασμένος («ὡς παρεσκεύαστο» — όταν έγιναν οι ετοιμασίες, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>13.</b> <b>μέσ.</b> <b>μτφ.</b> [[απολαμβάνω]]<br /><b>14.</b> (μέσ. και παθ.) (κατ' ευφημισμόν) [[αποπατώ]].
|mltxt=ΝΑ, και [[παρασκεάζω]] Α<br /><b>1.</b> [[προετοιμάζω]]<br /><b>2.</b> [[προμηθεύομαι]] τα αναγκαία υλικά και [[ετοιμάζω]] για [[χρήση]] [[κάτι]] που δεν υπήρχε [[προηγουμένως]] (α. «[[παρασκευάζω]] [[δείπνο]]» β. «[[παρασκευάζω]] [[φάρμακο]]»)<br /><b>3.</b> (σχετικά [[ιδίως]] με μαθητές ή στρατιωτικούς) [[εξασκώ]], [[προγυμνάζω]] κάποιον ώστε να [[είναι]] [[έτοιμος]] για [[κάτι]], [[προετοιμάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> φτιάχνω<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρασκευάζομαι</i><br />α) προετοιμάζομαι («παρασκευάζομαι για πόλεμο»)<br />β) καταρτίζομαι («δεν ήταν αρκετά παρασκευασμένος για τις εξετάσεις»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξευρίσκω]], [[επινοώ]]<br /><b>2.</b> [[εξασφαλίζω]], [[προμηθεύω]]<br /><b>3.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] έτοιμο<br /><b>4.</b> [[διαμορφώνω]]<br /><b>5.</b> [[κάνω]] κάποιον ικανό να καταλάβει [[κάτι]], τον [[βάζω]] στο [[νόημα]]<br /><b>6.</b> [[συνηθίζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[προσαρμόζω]] («παρεσκεύασεν ὁ θεὸς τὴν τῆς γυναικὸς [φύσιν] ἐπὶ τὰ [[ἔνδον]] ἔργα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> [[καθιστώ]] κάποιον φίλο μου<br /><b>9.</b> (με κακή σημ.) α) [[μηχανώμαι]], [[μεθοδεύω]] («[[παρασκευάζω]] θάνατόν τινι», Αντιφ.)<br />β) [[προσελκύω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου, [[προς]] την παράταξή μου<br />γ) [[σχηματίζω]] [[κόμμα]], [[φατρία]], [[κλίκα]], [[μηχανορραφώ]]<br />δ) <b>παθ.</b> [[γίνομαι]] [[οπαδός]] κάποιου με [[δωροδοκία]]<br /><b>10.</b> <b>μέσ.</b> α) (για ρήτορες) [[πείθω]] και [[κατορθώνω]] να προσεταιριστώ κάποιους ώστε να έλθουν ως μάρτυρες, εξαγοράζοντας και δωροδοκώντας τους ώστε με δόλο ή βία να πετύχω ευνοϊκή [[απόφαση]]<br />β) [[ετοιμάζω]] για τον εαυτό μου<br />γ) ετοιμάζομαι, [[κάνω]] ετοιμασίες<br />δ) (στον παρακμ.) <i>παρεσκεύασμαι</i><br />[[είμαι]] [[έτοιμος]], προετοιμασμένος («ληστρικώτερον... παρεσκευασμένους» — έτοιμοι, οπλισμένοι για να ριχθούν στην [[πειρατεία]], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>11.</b> [[παράγω]], [[προκαλώ]], [[προξενώ]] («παρασκευάζειν τοὺς ὄγκους καὶ τὰ καύματα», Διοκλ.)<br /><b>12.</b> <b>παθ.</b> (για πράγματα ή καταστάσεις) [[είμαι]] [[έτοιμος]], [[είμαι]] προετοιμασμένος («ὡς παρεσκεύαστο» — όταν έγιναν οι ετοιμασίες, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>13.</b> <b>μέσ.</b> <b>μτφ.</b> [[απολαμβάνω]]<br /><b>14.</b> (μέσ. και παθ.) (κατ' ευφημισμόν) [[αποπατώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρασκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> — Παθ. παρακ. <i>παρασκεύασμαι</i>, γʹ πληθ. Ιων. υπερσ. [[παρεσκευάδατο]]·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> είμαι [[έτοιμος]], ετοιμάζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[προμηθεύω]], [[εξασφαλίζω]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> κάνω ή [[καθιστώ]] τέτοιου είδους, με μτχ. ή επίθ., [[παρασκευάζω]] τινὰ εὖ ἔχοντα, [[παρασκευάζω]] τινὰ [[ὅτι]] βέλτιστον, με απαρ., [[παρασκευάζω]] τινὰ ὡς μὴ ποιεῖν, τον [[συνηθίζω]] να μην κάνει [[κάτι]], σε Δημ.· ομοίως, [[παρασκευάζω]] [[ὅπως]] ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., κάνω κάποιον φίλο μου, σε Δημ. <b>Β.</b> Μέσ. και Παθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> με την κύρια [[σημασία]] της Μέσ., [[παρασκευάζω]] ή [[προετοιμάζω]] για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> στους Ρήτ., [[προετοιμάζω]] ανθρώπους ως μάρτυρες, έτσι ώστε να πετύχω ευνοϊκή [[απόφαση]] μέσω εξαπάτησης (πρβλ. [[παρασκευή]] I. 3)· απόλ.,<br /><b class="num">I.</b> [[διοργανώνω]] [[φατρία]], [[δολοπλοκώ]], σε Δημ.· ομοίως στην Ενεργ., σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> στη Μέσ. απόλ., [[προετοιμάζω]] τον εαυτό μου, κάνω [[προπαρασκευή]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> παρακ. <i>παρεσκεύασμαι</i>, στην Παθ. [[κυρίως]], είμαι [[έτοιμος]], προετοιμάζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>παρεσκευάσθαι τι</i>, [[προετοιμάζω]] ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ.· απρόσ., <i>ὡςπαρεσκευάσατο</i>, όταν έγιναν οι προετοιμασίες, σε Θουκ.
}}
}}