3,274,246
edits
(9) |
(4) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ)<br /><b>1.</b> έχω [[διαφορά]], [[είμαι]] [[ανόμοιος]], [[διάφορος]], [[ξεχωρίζω]] («αυτά τα χρώματα διαφέρουν»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[διαφορετικός]] από [[άλλο]] («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», <b>Ευρ.</b> Ορ.)<br /><b>3.</b> [[υπερέχω]], διακρίνομαι, [[είμαι]] [[ανώτερος]], [[πλεονεκτώ]] («διαφέροντες καὶ κατὰ [[μέγεθος]] καὶ κατ' ἰσχύν», <b>Ξεν.</b> <i>Λακεδαιμονίων Πολιτεία</i>)<br /><b>4.</b> <b>απρόσ.</b> α) υπάρχει [[διαφορά]] («σμικρὸν οἴει διαφέρειν;», <b>Πλάτ.</b> Πολιτ.)<br />β) <b>συνεκδ.</b> έχει [[σημασία]], [[σπουδαιότητα]] («πλεῑστον διαφέρει», Ιπποκρ. <i>Περί Ἀφόρων</i>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />α) [[ανήκω]] σε κάποιον (για [[περιουσία]]) («[[οὐδείς]]... δύναται βλεπῆσαι τὴν διαφέρουσαν προῑκα τῶν ἐμῶν παιδίων [[ἄλλος]] παρ' ἐμοῡ», <i>Ελληνικοί Νόμοι της Κύπρου</i>)<br />β) <b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[κατάλληλος]], [[ταιριάζω]], [[ανήκω]]<br />γ) <b>(μτχ.)</b> (για πρόσωπα) α) [[συγγενής]] (<i>Αποφθέγματα Πατέρων</i>)<br />β) [[οπαδός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αναφέρομαι σε [[κάτι]], σχετίζομαι («διὰ νὰ λαλῶ ὅσον διαφέρνει εἰς τοῡτο», <i>Χρονικό του Μωρέως</i>)<br /><b>2.</b> εξαρτώμαι από κάποιον («ἂς ἔλθη τὸ ἀξίωμά μου... νὰ εἴπω ψαλμικῶς, [[μάλιστα]] ἂν διαφέρη ἀπὸ τὸ [[χέρι]] σου τίποτας», Ευγενίου Ιωαννουλίου Αιτωλού, <i>Επιστολαί</i><br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[είμαι]] κερδισμένος («[[ἐμὲν]] τὸ πνεῡμ' ἂν ἐρωτᾱ [[πότε]] χαρὰ διαφέρεται», <i>Κυπριακά ερωτικά ποιήματα</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβιβάζω]], [[μεταβιβάζω]] [[απέναντι]], από τη μια [[πλευρά]] στην [[άλλη]] («[[διαφέρω]] ναῡς τὸν Ισθμόν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) α) [[περνώ]] τη ζωή («διαφέρειν τὸν αἰώνα ἐναλλὰξ πρήσσων», Ηρ.)<br />β) ζω, [[συνεχίζω]] να ζω ([[ἄπαις]] διοίσει κοὐ τεκὼν θάψει [[τέκνα]]», <b>Ευρ.</b> Ρήσ.)<br /><b>3.</b> [[φέρω]] στο [[μέσο]], [[μέχρι]] τέλους<br /><b>4.</b> [[φέρω]] σε αίσιο [[τέλος]] («[[ἄνευ]] ληστείας καὶ γεωργίας συνεχῶς τὸν πόλεμον διέφερον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> (με επίρρ.) [[υποφέρω]], [[βαστάζω]], [[αντέχω]], [[ανέχομαι]] («ῥᾷστα γὰρ τὸ σόν τε σὺ [[κἀγὼ]] [[διοίσω]] [[τοὐμόν]]», <b>Σοφ.</b> Οιδ. Τύρ.)<br /><b>6.</b> (για [[αρρώστια]]) [[διαρκώ]], βαστάω<br /><b>7.</b> (για αρρώστους) [[αντέχω]], [[κρατώ]] («διαφέρει φθειρόμενος», Ιπποκρ. <i>Περί τών [[εντός]] παθών</i>)<br /><b>8.</b> (για [[γυναίκα]]) [[εγκυμονώ]] («γαστρὸς διήνεγκ' ὄγκον», <b>Ευρ.</b> Ίων)<br /><b>9.</b> [[μεταφέρω]] σε διάφορες κατευθύνσεις («διενεγκοῡσαι διὰ πρεσβειῶν τὸ μὲν ἐνταυθοῑ, τὸ δ' ἐκεῑσε», <b>Αριστοφ.</b> Λυσ.)<br /><b>10.</b> <b>παθ.</b> φέρομαι σε διάφορες κατευθύνσεις, διασκορπίζομαι, διασπώμαι<br /><b>11.</b> [[σχίζω]] στα δύο, [[ξεσχίζω]], [[διασπώ]] («πολέμιοι ἐπεισπεσοῡσαι παντ' ἄνω τε καὶ [[κάτω]] διέφερον», <b>Ευρ.</b> Βακχ.)<br /><b>12.</b> (για [[κρίση]]) [[αναβάλλω]], [[επιφυλάσσω]] («διαλγὴς ἄτα διαφέρει τὸν αἴτιον πασαρκέτας νόσου βρύειν», <b>Αισχ.</b> Χοηφ.)<br /><b>13.</b> [[λεηλατώ]] («τὰς μνέας [[ὅκως]] σέο μὴ γαλαῑ διοίσουσι», Ηρωίδας)<br /><b>14.</b> [[υπερισχύω]], [[υπερέχω]], [[επικρατώ]], [[κυριαρχώ]] («ἀπίστως ἐπὶ πολὺ διήνεγκε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>15.</b> [[φιλονικώ]], [[αγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] (Τηλεκλείδης)<br /><b>15.</b> [[παρεμβαίνω]] («ὁ διαφέρων [[χρόνος]]», Αντιφών)<br /><b>17.</b> (μέσ. και παθ.) έχω [[διαφορά]], [[διένεξη]] με κάποιον, [[διαφωνώ]] («διενειχθέντων δὲ... περὶ τῆς βασιληΐης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>17.</b> [[περιστρέφω]] («[[ὅπλισμα]] λαβὼν δεινῆς κορύνης διαφέρων ἐσφενδόνα», <b>Ευρ.</b> <i>Ικέτιδες</i>)<br /><b>19.</b> <b>μέσ.</b> [[αρνούμαι]] («μηδὲν διαφέρει», <i>Σωζόμενος</i>, Εκκλ. Ιστ.)<br /><b>20.</b> <b>φρ.</b> α) «[[διαφέρω]] τινά» — [[διαδίδω]] τη [[φήμη]] κάποιου, [[διαφημίζω]]<br />β) «[[διαφέρω]] τὴν ψήφον» — [[δίνω]] την ψήφο μου, [[δίνω]] την ψήφο μου [[εναντίον]] άλλου<br />γ) «εράνους διαφέρειν» — [[πληρώνω]]<br />δ) «οὐδὲν διαφέρει» — [[είναι]] αδιάφορο<br />ε) «γλῶσσαν διοίσει» — θα βάλει σε [[κίνηση]] τη [[γλώσσα]] του, θα μιλήσει<br />στ) «διαφέρειν σκήπτρα» — [[βασιλεύω]], [[κυβερνώ]]<br />ζ) «[[διαφέρω]] ὡς...» [[υποστηρίζω]] [[απεναντίας]] ότι...<br />η) «οὐ διαφέρομαι» — δεν με ενδιαφέρει<br /><b>21.</b> (το ουδ. της μτχ. εν. ως ουσ.) <i>το [[διαφέρον]]<br />η [[διαφορά]], το [[υπόλοιπο]]<br /><b>22.</b> (η μτχ. μέσ. εν. ως ουσ.)<br /><i>οι διαφερόμενοι</i><br />οι αντίδικοι. | |mltxt=(ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ)<br /><b>1.</b> έχω [[διαφορά]], [[είμαι]] [[ανόμοιος]], [[διάφορος]], [[ξεχωρίζω]] («αυτά τα χρώματα διαφέρουν»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[διαφορετικός]] από [[άλλο]] («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», <b>Ευρ.</b> Ορ.)<br /><b>3.</b> [[υπερέχω]], διακρίνομαι, [[είμαι]] [[ανώτερος]], [[πλεονεκτώ]] («διαφέροντες καὶ κατὰ [[μέγεθος]] καὶ κατ' ἰσχύν», <b>Ξεν.</b> <i>Λακεδαιμονίων Πολιτεία</i>)<br /><b>4.</b> <b>απρόσ.</b> α) υπάρχει [[διαφορά]] («σμικρὸν οἴει διαφέρειν;», <b>Πλάτ.</b> Πολιτ.)<br />β) <b>συνεκδ.</b> έχει [[σημασία]], [[σπουδαιότητα]] («πλεῑστον διαφέρει», Ιπποκρ. <i>Περί Ἀφόρων</i>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />α) [[ανήκω]] σε κάποιον (για [[περιουσία]]) («[[οὐδείς]]... δύναται βλεπῆσαι τὴν διαφέρουσαν προῑκα τῶν ἐμῶν παιδίων [[ἄλλος]] παρ' ἐμοῡ», <i>Ελληνικοί Νόμοι της Κύπρου</i>)<br />β) <b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[κατάλληλος]], [[ταιριάζω]], [[ανήκω]]<br />γ) <b>(μτχ.)</b> (για πρόσωπα) α) [[συγγενής]] (<i>Αποφθέγματα Πατέρων</i>)<br />β) [[οπαδός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αναφέρομαι σε [[κάτι]], σχετίζομαι («διὰ νὰ λαλῶ ὅσον διαφέρνει εἰς τοῡτο», <i>Χρονικό του Μωρέως</i>)<br /><b>2.</b> εξαρτώμαι από κάποιον («ἂς ἔλθη τὸ ἀξίωμά μου... νὰ εἴπω ψαλμικῶς, [[μάλιστα]] ἂν διαφέρη ἀπὸ τὸ [[χέρι]] σου τίποτας», Ευγενίου Ιωαννουλίου Αιτωλού, <i>Επιστολαί</i><br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[είμαι]] κερδισμένος («[[ἐμὲν]] τὸ πνεῡμ' ἂν ἐρωτᾱ [[πότε]] χαρὰ διαφέρεται», <i>Κυπριακά ερωτικά ποιήματα</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβιβάζω]], [[μεταβιβάζω]] [[απέναντι]], από τη μια [[πλευρά]] στην [[άλλη]] («[[διαφέρω]] ναῡς τὸν Ισθμόν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) α) [[περνώ]] τη ζωή («διαφέρειν τὸν αἰώνα ἐναλλὰξ πρήσσων», Ηρ.)<br />β) ζω, [[συνεχίζω]] να ζω ([[ἄπαις]] διοίσει κοὐ τεκὼν θάψει [[τέκνα]]», <b>Ευρ.</b> Ρήσ.)<br /><b>3.</b> [[φέρω]] στο [[μέσο]], [[μέχρι]] τέλους<br /><b>4.</b> [[φέρω]] σε αίσιο [[τέλος]] («[[ἄνευ]] ληστείας καὶ γεωργίας συνεχῶς τὸν πόλεμον διέφερον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> (με επίρρ.) [[υποφέρω]], [[βαστάζω]], [[αντέχω]], [[ανέχομαι]] («ῥᾷστα γὰρ τὸ σόν τε σὺ [[κἀγὼ]] [[διοίσω]] [[τοὐμόν]]», <b>Σοφ.</b> Οιδ. Τύρ.)<br /><b>6.</b> (για [[αρρώστια]]) [[διαρκώ]], βαστάω<br /><b>7.</b> (για αρρώστους) [[αντέχω]], [[κρατώ]] («διαφέρει φθειρόμενος», Ιπποκρ. <i>Περί τών [[εντός]] παθών</i>)<br /><b>8.</b> (για [[γυναίκα]]) [[εγκυμονώ]] («γαστρὸς διήνεγκ' ὄγκον», <b>Ευρ.</b> Ίων)<br /><b>9.</b> [[μεταφέρω]] σε διάφορες κατευθύνσεις («διενεγκοῡσαι διὰ πρεσβειῶν τὸ μὲν ἐνταυθοῑ, τὸ δ' ἐκεῑσε», <b>Αριστοφ.</b> Λυσ.)<br /><b>10.</b> <b>παθ.</b> φέρομαι σε διάφορες κατευθύνσεις, διασκορπίζομαι, διασπώμαι<br /><b>11.</b> [[σχίζω]] στα δύο, [[ξεσχίζω]], [[διασπώ]] («πολέμιοι ἐπεισπεσοῡσαι παντ' ἄνω τε καὶ [[κάτω]] διέφερον», <b>Ευρ.</b> Βακχ.)<br /><b>12.</b> (για [[κρίση]]) [[αναβάλλω]], [[επιφυλάσσω]] («διαλγὴς ἄτα διαφέρει τὸν αἴτιον πασαρκέτας νόσου βρύειν», <b>Αισχ.</b> Χοηφ.)<br /><b>13.</b> [[λεηλατώ]] («τὰς μνέας [[ὅκως]] σέο μὴ γαλαῑ διοίσουσι», Ηρωίδας)<br /><b>14.</b> [[υπερισχύω]], [[υπερέχω]], [[επικρατώ]], [[κυριαρχώ]] («ἀπίστως ἐπὶ πολὺ διήνεγκε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>15.</b> [[φιλονικώ]], [[αγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] (Τηλεκλείδης)<br /><b>15.</b> [[παρεμβαίνω]] («ὁ διαφέρων [[χρόνος]]», Αντιφών)<br /><b>17.</b> (μέσ. και παθ.) έχω [[διαφορά]], [[διένεξη]] με κάποιον, [[διαφωνώ]] («διενειχθέντων δὲ... περὶ τῆς βασιληΐης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>17.</b> [[περιστρέφω]] («[[ὅπλισμα]] λαβὼν δεινῆς κορύνης διαφέρων ἐσφενδόνα», <b>Ευρ.</b> <i>Ικέτιδες</i>)<br /><b>19.</b> <b>μέσ.</b> [[αρνούμαι]] («μηδὲν διαφέρει», <i>Σωζόμενος</i>, Εκκλ. Ιστ.)<br /><b>20.</b> <b>φρ.</b> α) «[[διαφέρω]] τινά» — [[διαδίδω]] τη [[φήμη]] κάποιου, [[διαφημίζω]]<br />β) «[[διαφέρω]] τὴν ψήφον» — [[δίνω]] την ψήφο μου, [[δίνω]] την ψήφο μου [[εναντίον]] άλλου<br />γ) «εράνους διαφέρειν» — [[πληρώνω]]<br />δ) «οὐδὲν διαφέρει» — [[είναι]] αδιάφορο<br />ε) «γλῶσσαν διοίσει» — θα βάλει σε [[κίνηση]] τη [[γλώσσα]] του, θα μιλήσει<br />στ) «διαφέρειν σκήπτρα» — [[βασιλεύω]], [[κυβερνώ]]<br />ζ) «[[διαφέρω]] ὡς...» [[υποστηρίζω]] [[απεναντίας]] ότι...<br />η) «οὐ διαφέρομαι» — δεν με ενδιαφέρει<br /><b>21.</b> (το ουδ. της μτχ. εν. ως ουσ.) <i>το [[διαφέρον]]<br />η [[διαφορά]], το [[υπόλοιπο]]<br /><b>22.</b> (η μτχ. μέσ. εν. ως ουσ.)<br /><i>οι διαφερόμενοι</i><br />οι αντίδικοι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαφέρω:''' μέλ. <i>-[[οίσω]]</i> και <i>-οίσομαι</i>, αόρ. αʹ. <i>-ήνεγκα</i>, Ιων. <i>-ήνεικα</i>, αόρ. βʹ. <i>-ήνεγκον</i>, παρακ. <i>-ενήνοχα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μεταφέρω]] από πάνω ή [[απέναντι]], δ. [[ναῦς]] τὸν Ἰσθμόν, σε Θουκ.· [[μεταφέρω]], [[μεταδίδω]], [[μεταβιβάζω]] από τον ένα στον [[άλλο]], <i>κηρύγματα</i>, σε Ευρ.· μεταφ., <i>γλῶσσαν διοίσει</i>, θα θέσει τη [[γλώσσα]] του σε [[κίνηση]], θα μιλήσει, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, <i>δ. τὸν αἰῶνα</i>, <i>τὸν βίον</i>, περνώ, [[διέρχομαι]] τη [[ζωή]], σε Ηρόδ., Ευρ.· απόλ., [[ἄπαις]] διοίσει, στον ίδ. — στη Μέσ., <i>διοίσεται</i>, θα περάσει, θα ζήσει τη [[ζωή]] του, σε Σοφ.· <i>σκοπούμενος διοίσει</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[φέρω]] διαμέσου, [[φέρω]] ως το [[τέλος]], <i>σκῆπτρα</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[αντέχω]] ως το [[τέλος]], [[βαστώ]], [[υποφέρω]], [[αντέχω]], [[φέρνω]] εις [[πέρας]], <i>πόλεμον</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μεταφέρω]] προς διαφορετικές κατευθύνσεις, [[διασκορπίζω]] ή [[αναζητώ]], [[ψάχνω]].<br /><b class="num">2.</b> [[διαδίδω]], [[εξαπλώνω]] [[ολόγυρα]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> [[σχίζω]] στα δυο, [[τεμαχίζω]], Λατ. differre, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> <i>δ. τὴν ψῆφον</i>, [[προσδίδω]] διαφορετική [[σημασία]] στη ψήφο μου, δηλ. την [[καταμετρώ]] [[εναντίον]] του άλλου, σε Ηρόδ.· επίσης απλά, ο [[καθένας]] δίνει τη ψήφο του, σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αμτβ., [[διαφέρω]], είμαι [[διαφορετικός]], [[ανόμοιος]], σε Πίνδ., Ευρ.· με γεν., είμαι [[διαφορετικός]] από, στον ίδ., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>διαφέρει</i>, διαφέρει, έχει, παρουσιάζει [[διαφορά]], <i>πλεῖστον δ</i>., Λατ. [[multum]] [[interest]], <i>βραχὺ δ</i>., διαφέρει λίγο, σε Ευρ.· [[οὐδέν]] διαφέρει, σε Πλάτ.· με δοτ. προσ., <i>διαφέρει μοι</i>, κάνει τη [[διαφορά]] για μένα, με ενδιαφέρει, στον ίδ.· [[αὐτῷ]] [[ἰδίᾳ]] τι δ., διακινδυνεύει κάποιο ιδιωτικό [[συμφέρον]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὸ δ</i>., <i>τὰ διαφέροντα</i>, [[διαφορά]], πιθανότητες, στον ίδ. κ.λπ.· [[αλλά]] <i>τὰ δ</i>. επίσης [[απλώς]], [[σημεία]], χαρακτηριστικά της διαφοράς, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> είμαι [[διαφορετικός]] από κάποιον, δηλ. τον [[ξεπερνώ]], [[υπερέχω]] [[αυτού]]· με γεν., στον ίδ., σε Πλάτ.· με συγκρ. [[σημασία]], διέφερεν [[ἀλέξασθαι]] ἤ..., ήταν καλύτερο να υπερασπιστεί τον εαυτό του από..., σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> [[επικρατώ]], [[κυριαρχώ]], [[υπερισχύω]], λέγεται για [[πεποίθηση]], [[αντίληψη]], σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> Παθ., [[διαφέρω]], βρίσκομαι σε [[διαφορά]], [[συγκρούομαι]], <i>περίτινος</i>, σε Ηρόδ.· τινὶ [[περί]] τινος, σε Θουκ.· <i>οὐ διαφέρομαι = οὔ μοι διαφέρει</i>, σε Δημ. | |||
}} | }} |