3,274,313
edits
(27) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νομεύω]] (ΑΜ, Μ και [ἀ]νομεύ[γ]ω) [[νομεύς]]<br />[[διευθύνω]], [[κυβερνώ]], [[διοικώ]], έχω υπό τον έλεγχό μου, [[εξουσιάζω]] («ὅσα χωρία... νὰ τὰ ἔχῃ καὶ νομεύεται τῆς Βενετίας ὁ [[δούκας]]», Χρον. Μoρ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβιβάζω]] σε κάποιον την [[κυριότητα]] ενός πράγματος ή [[παρέχω]] σε κάποιον το [[δικαίωμα]] κατοχής και επικαρπίας ενός πράγματος<br /><b>2.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] στα χέρια μου<br /><b>3.</b> [[οικειοποιούμαι]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[ενεργώ]], [[διαπράττω]]<br /><b>5.</b> (ενεργ. και μέσ.) α) έχω [[κάτι]] στην κυριότητά μου<br />β) (για δικαστική [[αρχή]]) [[κάνω]] [[κατάσχεση]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>νομεύομαι</i><br />(για ζώα) [[βόσκω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ποιμένα) [[οδηγώ]] [[ποίμνιο]] στη [[βοσκή]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[βοσκός]], [[βόσκω]] [[κοπάδι]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με όχημα) [[οδηγώ]], [[διευθύνω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «νομοὺς [[νομεύω]]» — [[παρασκευάζω]] ή [[βρίσκω]] βοσκοτόπια. | |mltxt=[[νομεύω]] (ΑΜ, Μ και [ἀ]νομεύ[γ]ω) [[νομεύς]]<br />[[διευθύνω]], [[κυβερνώ]], [[διοικώ]], έχω υπό τον έλεγχό μου, [[εξουσιάζω]] («ὅσα χωρία... νὰ τὰ ἔχῃ καὶ νομεύεται τῆς Βενετίας ὁ [[δούκας]]», Χρον. Μoρ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβιβάζω]] σε κάποιον την [[κυριότητα]] ενός πράγματος ή [[παρέχω]] σε κάποιον το [[δικαίωμα]] κατοχής και επικαρπίας ενός πράγματος<br /><b>2.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] στα χέρια μου<br /><b>3.</b> [[οικειοποιούμαι]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[ενεργώ]], [[διαπράττω]]<br /><b>5.</b> (ενεργ. και μέσ.) α) έχω [[κάτι]] στην κυριότητά μου<br />β) (για δικαστική [[αρχή]]) [[κάνω]] [[κατάσχεση]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>νομεύομαι</i><br />(για ζώα) [[βόσκω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ποιμένα) [[οδηγώ]] [[ποίμνιο]] στη [[βοσκή]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[βοσκός]], [[βόσκω]] [[κοπάδι]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με όχημα) [[οδηγώ]], [[διευθύνω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «νομοὺς [[νομεύω]]» — [[παρασκευάζω]] ή [[βρίσκω]] βοσκοτόπια. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νομεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[οδηγώ]] στη [[βοσκή]], [[βόσκω]] (Ενεργ., λέγεται για ποιμένα), [[οδηγώ]] στους αγρούς, σε Ομήρ. Οδ. — στην Παθ., λέγεται για κοπάδια, οδηγούμαι στη [[βοσκή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> <i>βουσὶ νομοὺς νομεύσομεν</i>, κατατρώμε τα χόρτα της βοσκής μαζί με τα βόδια, Λατ. depascere, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., είμαι [[βοσκός]], [[φροντίζω]] κοπάδια, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |