Anonymous

σύνδετος: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[συνδέω]]<br /><b>1.</b> συνδεδεμένος («καὶ νῡν κατ' οἴκους συνδέτους αἰκίζεται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ενιαίος]]<br /><b>3.</b> ο συμπεπλεγμένος<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σύνδετον</i><br />ο [[δεσμός]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σύνδετα</i><br />τα [[σύνθετα]] πράγματα.
|mltxt=-ον, Α [[συνδέω]]<br /><b>1.</b> συνδεδεμένος («καὶ νῡν κατ' οἴκους συνδέτους αἰκίζεται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ενιαίος]]<br /><b>3.</b> ο συμπεπλεγμένος<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σύνδετον</i><br />ο [[δεσμός]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σύνδετα</i><br />τα [[σύνθετα]] πράγματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύνδετος:''' -ον, <b class="num">I.</b> δεμένος [[χειροπόδαρα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. <i>σύνδετον</i>, <i>τό</i>, [[δεσμός]], [[δεσμά]], σε Ευρ.
}}
}}