Anonymous

ποντίζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[πόντος]]<br />[[βυθίζω]] στη [[θάλασσα]] («οὐδ' ἐπόντισε [[σκάφος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] την [[άγκυρα]] στη [[θάλασσα]] για [[αγκυροβολία]] πλοίου σε όρμο ή σε [[λιμάνι]], [[φουντάρω]] («πόντισον!»<br />[εκτελεστικό [[κέλευσμα]]] άφησε την [[άγκυρα]] να πέσει στη [[θάλασσα]])<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> βυθίζομαι, καταποντίζομαι («[[ποιος]] ξέρει σε ποιο στρόφιλο να πόντισα [[άραγε]]», Μαλακ.)<br /><b>3.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[κατακλύζω]], [[πλημμυρίζω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[καταστρέφω]], [[αφανίζω]] («ὁ [[κόσμος]] ἐποντίζετο κι ἡ ἐμὴ γυνὴ ἐστολίζετο», παροιμ. στον Δουκάγγ.).
|mltxt=ΝΜΑ [[πόντος]]<br />[[βυθίζω]] στη [[θάλασσα]] («οὐδ' ἐπόντισε [[σκάφος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] την [[άγκυρα]] στη [[θάλασσα]] για [[αγκυροβολία]] πλοίου σε όρμο ή σε [[λιμάνι]], [[φουντάρω]] («πόντισον!»<br />[εκτελεστικό [[κέλευσμα]]] άφησε την [[άγκυρα]] να πέσει στη [[θάλασσα]])<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> βυθίζομαι, καταποντίζομαι («[[ποιος]] ξέρει σε ποιο στρόφιλο να πόντισα [[άραγε]]», Μαλακ.)<br /><b>3.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[κατακλύζω]], [[πλημμυρίζω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[καταστρέφω]], [[αφανίζω]] («ὁ [[κόσμος]] ἐποντίζετο κι ἡ ἐμὴ γυνὴ ἐστολίζετο», παροιμ. στον Δουκάγγ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποντίζω:''' ([[πόντος]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[βυθίζω]] στη [[θάλασσα]], [[καταποντίζω]], σε Αισχύλ.
}}
}}