Anonymous

στρεύγομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(Autenrieth)
(6)
Line 10: Line 10:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[στράγγω]], cf. stringo): be exhausted [[drop]] by [[drop]], be wearied [[out]], inf., Il. 15.512, Od. 12.341.
|auten=([[στράγγω]], cf. stringo): be exhausted [[drop]] by [[drop]], be wearied [[out]], inf., Il. 15.512, Od. 12.341.
}}
{{lsm
|lsmtext='''στρεύγομαι:''' Παθ., πιέζομαι [[δυνατά]], συνθλίβομαι και ρέω σε σταγόνες, στραγγίζομαι, ξεζουμίζομαι· μεταφ., αποστραγγίζομαι από τη δύναμή μου, κουράζομαι, εξαντλούμαι, σε Όμηρ.
}}
}}