Anonymous

λαιμότμητος: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαιμότμητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κεφάλι]]) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ [[λαιμότμητον]] εἰσορᾷς [[κάρα]] Γοργόνος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[τμητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δορί</i>-<i>τμητος</i>, <i>χειρό</i>-<i>τμητος</i>].
|mltxt=[[λαιμότμητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κεφάλι]]) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ [[λαιμότμητον]] εἰσορᾷς [[κάρα]] Γοργόνος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[τμητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δορί</i>-<i>τμητος</i>, <i>χειρό</i>-<i>τμητος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λαιμότμητος:''' -ον ([[τέμνω]]), αποκομμένος από τον λαιμό, αυτός που έχει κομμένο τον λαιμό, σε Ευρ.
}}
}}