Anonymous

πίθος: Difference between revisions

From LSJ
822 bytes added ,  30 December 2018
6
(32)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />μεγάλων διαστάσεων, [[ιδίως]] πήλινο, [[αγγείο]] με παχιά τοιχώματα και χείλη [[αλλά]] με μικρές λαβές, για την [[αποθήκευση]] υγρών και ξηρών προϊόντων, [[πιθάρι]]<br /><b>2.</b> «[[ταφικός]] [[πίθος]]» — [[πίθος]] στον οποίο εναπέθεταν τα οστά νεκρού και τον έθαβαν, [[κυρίως]] [[κατά]] τους αρχαϊκούς χρόνους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[είναι]] [[πίθος]] τών Δαναΐδων» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει το ατελέσφορο και τη [[ματαιότητα]] μιας προσπάθειας, [[κατά]] τον γνωστό μύθο, σύμφωνα με τον οποίο οι Δαναΐδες είχαν καταδικαστεί στον Κάτω Κόσμο να κουβαλούν αιώνια [[νερό]] για να γεμίσουν ένα ή περισσότερα πιθάρια [[χωρίς]] πυθμένα, τα οποία, [[φυσικά]], δεν γέμιζαν [[ποτέ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πιθίας]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] τάξης ουράνιων φαινομένων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πίθος]] φρενῶν» — [[ταμείο]] γνώσεων, [[πολυμαθής]]<br />β) «εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῑν» — το να κοπιάζει άδικα [[κάποιος]]<br />γ) «ἐν πίθῳ ἡ [[κεραμεία]] γενομένη» — επιχειρεί [[κάποιος]] [[άπειρος]], [[ανειδίκευτος]] πολύ δύσκολο [[έργο]]<br />δ) «ἐκ πίθω ἀντλεῑς» — έχεις άφθονα εφόδια, [[μεγάλη]] [[περιουσία]]<br />ε) «ζωή πίθου» — σκυλίσια ζωή, η ζωή τών κυνικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[μαρτυρία]] στη Μυκηναϊκή του τ. <i>qeto</i> —[[δοχείο]], το [[μέγεθος]] του οποίου δεν μπορεί να προσδιοριστεί με [[ακρίβεια]]— (και πιθ. του παραγώγου <i>getijα</i>) οδήγησαν στην [[απόρριψη]] ρίζας με [[δασέα]] σύμφωνα <i>b</i><sup>h</sup><i>id</i><sup>h</sup>- και στην [[αποδοχή]] ρίζας με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο και [[εναλλαγή]] φωνηεντισμού <i>e</i>/<i>i</i>, που φανερώνει δάνεια λ.].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />μεγάλων διαστάσεων, [[ιδίως]] πήλινο, [[αγγείο]] με παχιά τοιχώματα και χείλη [[αλλά]] με μικρές λαβές, για την [[αποθήκευση]] υγρών και ξηρών προϊόντων, [[πιθάρι]]<br /><b>2.</b> «[[ταφικός]] [[πίθος]]» — [[πίθος]] στον οποίο εναπέθεταν τα οστά νεκρού και τον έθαβαν, [[κυρίως]] [[κατά]] τους αρχαϊκούς χρόνους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[είναι]] [[πίθος]] τών Δαναΐδων» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει το ατελέσφορο και τη [[ματαιότητα]] μιας προσπάθειας, [[κατά]] τον γνωστό μύθο, σύμφωνα με τον οποίο οι Δαναΐδες είχαν καταδικαστεί στον Κάτω Κόσμο να κουβαλούν αιώνια [[νερό]] για να γεμίσουν ένα ή περισσότερα πιθάρια [[χωρίς]] πυθμένα, τα οποία, [[φυσικά]], δεν γέμιζαν [[ποτέ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πιθίας]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] τάξης ουράνιων φαινομένων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πίθος]] φρενῶν» — [[ταμείο]] γνώσεων, [[πολυμαθής]]<br />β) «εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῑν» — το να κοπιάζει άδικα [[κάποιος]]<br />γ) «ἐν πίθῳ ἡ [[κεραμεία]] γενομένη» — επιχειρεί [[κάποιος]] [[άπειρος]], [[ανειδίκευτος]] πολύ δύσκολο [[έργο]]<br />δ) «ἐκ πίθω ἀντλεῑς» — έχεις άφθονα εφόδια, [[μεγάλη]] [[περιουσία]]<br />ε) «ζωή πίθου» — σκυλίσια ζωή, η ζωή τών κυνικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[μαρτυρία]] στη Μυκηναϊκή του τ. <i>qeto</i> —[[δοχείο]], το [[μέγεθος]] του οποίου δεν μπορεί να προσδιοριστεί με [[ακρίβεια]]— (και πιθ. του παραγώγου <i>getijα</i>) οδήγησαν στην [[απόρριψη]] ρίζας με [[δασέα]] σύμφωνα <i>b</i><sup>h</sup><i>id</i><sup>h</sup>- και στην [[αποδοχή]] ρίζας με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο και [[εναλλαγή]] φωνηεντισμού <i>e</i>/<i>i</i>, που φανερώνει δάνεια λ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πίθος:''' [ῐ], ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[πιθάρι]], [[πολύ]] μεγάλο είδος δοχείου για την [[αποθήκευση]] του κρασιού (πρβλ. [[ἀμφορεύς]]), σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για πήλινα [[σκεύη]], [[πίθος]] [[κεράμινος]], σε Ηρόδ.· καλυμμένος με [[καπάκι]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> παροιμ., <i>εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν</i>, για το [[έργο]] των Δαναϊδών, δηλ. για [[ματαιοπονία]], σε Ξεν.· επίσης, <i>ἐκ πίθω ἀντλεῖς</i>, δηλ. έχεις [[πολύ]] [[κρασί]], «ζεις μέσα στη [[χλιδή]]», σε Θεόκρ.
}}
}}