Anonymous

ἠερέθομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠερέθομαι]] (Α)<br />(επικ. τ. του αείρομαι<br />μόνο στο γ' πληθ. πρόσ. ενεστ. και πρτ.)<br /><b>1.</b> [[κρέμομαι]], μετεωρίζομαι, [[αιωρούμαι]]<br /><b>2.</b> (για νέους) [[είμαι]] [[άστατος]], έχω ασταθή φρονήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Παράλληλος τ. του [[αείρω]] (Ι) (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηγερέθομα</i>-[[αγείρω]]). Το αρχικό μακρύ [[φωνήεν]] αποδίδεται σε μετρικούς λόγους].
|mltxt=[[ἠερέθομαι]] (Α)<br />(επικ. τ. του αείρομαι<br />μόνο στο γ' πληθ. πρόσ. ενεστ. και πρτ.)<br /><b>1.</b> [[κρέμομαι]], μετεωρίζομαι, [[αιωρούμαι]]<br /><b>2.</b> (για νέους) [[είμαι]] [[άστατος]], έχω ασταθή φρονήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Παράλληλος τ. του [[αείρω]] (Ι) (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηγερέθομα</i>-[[αγείρω]]). Το αρχικό μακρύ [[φωνήεν]] αποδίδεται σε μετρικούς λόγους].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠερέθομαι:''' Επικ. αντί <i>ἀείρομαι</i>, Παθ., βρίσκεται μόνο στο γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. <i>ἠερέθονται</i>, <i>-οντο</i>· [[κρέμομαι]], [[αιωρούμαι]], είμαι [[μετέωρος]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφορ., ὁπλοτέρων [[ἀνδρῶν]] [[φρένες]] ἠερέθονται, τα μυαλά των [[νέων]] αλλάζουν όπως το [[φύσημα]] του ανέμου, λέγεται για τον άστατο, ευμετάβλητο χαρακτήρα των [[νέων]], στο ίδ.
}}
}}