3,274,921
edits
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐλεφαντόκωπος]], -ον (Α)<br />(για [[ξίφος]]) αυτός που έχει [[λαβή]] από [[ελεφαντόδοντο]]. | |mltxt=[[ἐλεφαντόκωπος]], -ον (Α)<br />(για [[ξίφος]]) αυτός που έχει [[λαβή]] από [[ελεφαντόδοντο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐλεφαντόκωπος:''' -ον ([[κώπη]]), αυτός που έχει ελεφάντινη [[λαβή]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |