Anonymous

ἐλεφαντόκωπος: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐλεφαντόκωπος]], -ον (Α)<br />(για [[ξίφος]]) αυτός που έχει [[λαβή]] από [[ελεφαντόδοντο]].
|mltxt=[[ἐλεφαντόκωπος]], -ον (Α)<br />(για [[ξίφος]]) αυτός που έχει [[λαβή]] από [[ελεφαντόδοντο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐλεφαντόκωπος:''' -ον ([[κώπη]]), αυτός που έχει ελεφάντινη [[λαβή]], σε Λουκ.
}}
}}