Anonymous

ἀνίημι: Difference between revisions

From LSJ
4,711 bytes added ,  30 December 2018
3
(4)
(3)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνίημι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[στέλνω]] [[προς]] τα [[πάνω]] («Ζεφύροιο... ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν, [[Ὅμηρος]], «ἀφρὸν [[ἀνίημι]]», [[βγάζω]] αφρό Αισχύλος)<br /><b>2.</b> [[αναδίδω]], [[βγάζω]], [[κάνω]] να φυτρώσει (αποδίδεται σε θεούς ή στη γη<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) [[γεννώ]]<br /><b>4.</b> [[κάνω]] ν' ανέβει στην [[επιφάνεια]] (από τον τάφο, τον Κάτω Κόσμο ή το [[υπέδαφος]])<br /><b>5.</b> [[επιτρέπω]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>6.</b> [[αφήνω]] κάποιον («ἐμέ δὲ γλυκὺς [[ὕπνος]] ἀνῆκεν», με άφησε ο ύπνος, ξύπνησα, [[Όμηρος]])<br /><b>7.</b> [[αφήνω]] κάποιον ελεύθερο ή ατιμώρητο<br /><b>8.</b> [[χαλαρώνω]] τα [[δεσμά]], [[λύνω]], [[ανοίγω]] (θύρες)<br /><b>9.</b> [[ξεσηκώνω]], [[εμπνέω]] κάποιον<br /><b>10.</b> [[επιτρέπω]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>11.</b> [[αφιερώνω]], [[θυσιάζω]] στους θεούς<br /><b>12.</b> [[αφήνω]] ήσυχο και ανενόχλητο το ζώο ή ακαλλιέργητη τη γη που αφιερώθηκε στον θεό<br /><b>13.</b> (για τόξα ή μουσικά όργανα) [[χαλαρώνω]] τις χορδές<br /><b>14.</b> αφοσιώνομαι σε [[κάτι]]<br /><b>15.</b> [[αμελώ]], [[παραβλέπω]]<br /><b>16.</b> [[διαλύω]], [[ανακατεύω]]<br /><b>17.</b> <b>μέσ.</b> [[ανοίγω]], [[ξεγυμνώνω]]<br /><b>18.</b> (η μτχ. ως επίθ.) <i>ἀνειμένος</i><br />α) [[χαλαρός]], [[χωρίς]] περιορισμούς<br />β) (για το [[κλίμα]] ενός τόπου) [[εύκρατος]]<br /><b>19.</b> <b>φρ.</b> «οὐδὲν ἀνιέναι» — το να μην υποχωρεί [[κανείς]] [[καθόλου]].
|mltxt=[[ἀνίημι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[στέλνω]] [[προς]] τα [[πάνω]] («Ζεφύροιο... ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν, [[Ὅμηρος]], «ἀφρὸν [[ἀνίημι]]», [[βγάζω]] αφρό Αισχύλος)<br /><b>2.</b> [[αναδίδω]], [[βγάζω]], [[κάνω]] να φυτρώσει (αποδίδεται σε θεούς ή στη γη<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) [[γεννώ]]<br /><b>4.</b> [[κάνω]] ν' ανέβει στην [[επιφάνεια]] (από τον τάφο, τον Κάτω Κόσμο ή το [[υπέδαφος]])<br /><b>5.</b> [[επιτρέπω]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>6.</b> [[αφήνω]] κάποιον («ἐμέ δὲ γλυκὺς [[ὕπνος]] ἀνῆκεν», με άφησε ο ύπνος, ξύπνησα, [[Όμηρος]])<br /><b>7.</b> [[αφήνω]] κάποιον ελεύθερο ή ατιμώρητο<br /><b>8.</b> [[χαλαρώνω]] τα [[δεσμά]], [[λύνω]], [[ανοίγω]] (θύρες)<br /><b>9.</b> [[ξεσηκώνω]], [[εμπνέω]] κάποιον<br /><b>10.</b> [[επιτρέπω]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>11.</b> [[αφιερώνω]], [[θυσιάζω]] στους θεούς<br /><b>12.</b> [[αφήνω]] ήσυχο και ανενόχλητο το ζώο ή ακαλλιέργητη τη γη που αφιερώθηκε στον θεό<br /><b>13.</b> (για τόξα ή μουσικά όργανα) [[χαλαρώνω]] τις χορδές<br /><b>14.</b> αφοσιώνομαι σε [[κάτι]]<br /><b>15.</b> [[αμελώ]], [[παραβλέπω]]<br /><b>16.</b> [[διαλύω]], [[ανακατεύω]]<br /><b>17.</b> <b>μέσ.</b> [[ανοίγω]], [[ξεγυμνώνω]]<br /><b>18.</b> (η μτχ. ως επίθ.) <i>ἀνειμένος</i><br />α) [[χαλαρός]], [[χωρίς]] περιορισμούς<br />β) (για το [[κλίμα]] ενός τόπου) [[εύκρατος]]<br /><b>19.</b> <b>φρ.</b> «οὐδὲν ἀνιέναι» — το να μην υποχωρεί [[κανείς]] [[καθόλου]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνίημι:''' -ης, ἡ (επίσης [[ἀνιεῖς]], <i>-εῖ</i> όπως από το <i>ἀνιέω</i>), <i>-ησι</i>· παρατ. <i>ανίην</i>, βʹ και γʹ ενικ. <i>-εις</i>, <i>-ει</i>, Ιων. γʹ ενικ. [[ἀνίεσκε]], επίσης <i>ἠνίει</i>· μέλ. [[ἀνήσω]], παρακ. <i>ἀνεῖκα</i>, αόρ. αʹ <i>ἀνῆκα</i>, Ιων. [[ἀνέηκα]]· ο Όμηρ. έχει επίσης ένα γʹ ενικ. μέλ. <i>ἀνέσει</i>, γʹ πληθ. αορ. [[ἄνεσαν]], ευκτ. [[ἀνέσαιμι]], μτχ. [[ἀνέσαντες]] (όπως αν προερχόταν από <i>ἀν-έζω</i>)· γʹ πληθ. αορ. βʹ <i>ἀνεῖσον</i>, προστ. <i>ἄνες</i>, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. [[ἀνήῃ]]· απαρ. [[ἀνεῖναι]], μτχ. <i>ανείς</i> — Παθ., <i>ἀνίεμαι</i>, παρακ. <i>ἀνεῖμαι</i>, Ιων. γʹ πληθ. παρακ. [[ἀνέωνται]] (όπως αν προερχόταν από το <i>ἀν-εόω</i>)· αόρ. αʹ μτχ. <i>ἀνεθείς</i>· μέλ. <i>ἀνεθήσομαι</i> (<i>ἀνῐ-</i>, Επικ. <i>ἀνῑ-</i>, Αττ.· [[αλλά]] ο Όμηρ. έχει <i>ἀνιεῖ</i>, <i>ἀνῑέμενος</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[στέλνω]] πάνω ή [[μπροστά]], σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για τη γη, [[αναβλύζω]], σε Ομηρ. Ύμν.· λέγεται για τα θηλυκά, [[παράγω]], σε Σοφ. — Παθ., αναπέμπομαι, παράγομαι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[στέλνω]] [[πίσω]] από τον τάφο ή τον Κάτω Κόσμο, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[αναπέμπω]], αναβάζω, [[ανοίγω]], σε Όμηρ., Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[επιτρέπω]] να φύγει, [[αφήνω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., δεσμῶν [[ἀνίει]], τους απήλλαξε από τα [[δεσμά]] τους, σε Ομήρ. Οδ.· [[αφήνω]] ατιμώρητο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀν. τινι</i>, [[αφήνω]] ελεύθερο [[μεμιάς]], <i>ἀν. [[κύνας]]</i>, Λατ. [[canes]] immittere, σε Ξεν.· απ' όπου, <i>ἄφρονα τοῦτον ἀνέντες</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., ωθώ ή [[προτρέπω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> ἀν. τινὰ [[πρός]] τι, [[επιτρέπω]] να φύγει για κάποιο σκοπό, σε Ηρόδ.· <i>ἀν. τινα μανίας</i>, [[απαλλάσσω]] από την [[τρέλα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> [[αφήνω]], [[επιτρέπω]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]], με αιτ. και απαρ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, <i>ἀν. κόμην</i>, την [[αφήνω]] να κρέμεται χαλαρή, σε Ευρ.<br /><b class="num">5.</b> Μέσ., με αιτ., <i>κόλπον ἀνιεμένη</i>, αποκαλύπτοντας το [[στήθος]] της, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>αἶγας ἀνιέμεναι</i>, γδέρνοντας κατσίκες, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">6.</b> [[απελευθερώνω]], [[αφήνω]] ακαλλιέργητο, λέγεται για [[έδαφος]] αφιερωμένο σε θεό, σε Θουκ. — Παθ., αφιερώνομαι, παραδίνομαι, σε Ηρόδ.· λέγεται για ζώα αφιερωμένα σε θεό, τα οποία αφήνονταν ελεύθερα και ανενόχλητα, στον ίδ.· [[ιδίως]] στην μτχ. Παθ. παρακ. [[ἀνειμένος]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">7.</b> [[χαλαρώνω]], [[ηρεμώ]], [[ξεσφίγγω]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· [[έπειτα]], [[παραμελώ]], [[εγκαταλείπω]], [[αμβλύνω]], σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., [[μεταχειρίζομαι]] απρόσεχτα, σε Θουκ.<br /><b class="num">8.</b> ομοίως αμτβ. στην Ενεργ., [[κοπάζω]], [[καταπέφτω]], λέγεται για τον άνεμο, σε Σοφ. κ.λπ.· <i>οὐδὲν ἀνιέναι</i>, μην υποχωρώντας [[καθόλου]], σε Ξεν.· με μτχ., [[εγκαταλείπω]] ή [[σταματώ]] να κάνω, [[ὕων]] οὐκ [[ἀνίει]] (ὁ [[θεός]]), σε Ηρόδ.· με γεν., [[απέχω]] από [[κάτι]], σε Ευρ., Θουκ.
}}
}}