Anonymous

σκύλλω: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ξεσχίζω]] σαν [[σκύλος]], [[κατασπαράσσω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εμβάλλω]] κάποιον σε [[ταραχή]] ή [[στενοχώρια]], [[ταράζω]] (α. «τὴν ἀσθενοῡσαν σκύλλειν», Σωρ.<br />β. «τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον», ΚΔ)<br /><b>3.</b> (το μέσ. και παθ.) <i>σκύλλομαι</i><br />στενοχωριέμαι (α. «Κύριε, μή σκύλλου», ΚΔ<br />β. «σκύλλεται και καταπονείται», Διογ. Οιν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] («τοὺς ἐν τοῑς ἱεροῑς ἀποτεταγμένους σκύλλειν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σκύλλομαι [[κάρη]]» — [[τραβώ]], [[μαδώ]] τα μαλλιά μου (Νικ. Αλεξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], το ρ. [[σκύλλω]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[σκάλλω]] «[[σκαλίζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[σκάλλω]]) με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -<i>υ</i>, ενώ, κατ' άλλους, έχει σχηματιστεί με συμφυρμό τών [[σκάλλω]] και [[μιστύλλω]] «[[κομματιάζω]]». Το ρ. συνδέεται [[επίσης]] με τη λ. [[σκῦλον]]. Η σημ. του ρ. εξελίχθηκε από την αρχική [[έννοια]] του τ. <i>σκύλλονται</i> «κατασπαράσσονται, ξεσχίζονται» στην [[έννοια]] του «[[ενοχλώ]], [[στενοχωρώ]], [[ταράζω]]»].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ξεσχίζω]] σαν [[σκύλος]], [[κατασπαράσσω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εμβάλλω]] κάποιον σε [[ταραχή]] ή [[στενοχώρια]], [[ταράζω]] (α. «τὴν ἀσθενοῡσαν σκύλλειν», Σωρ.<br />β. «τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον», ΚΔ)<br /><b>3.</b> (το μέσ. και παθ.) <i>σκύλλομαι</i><br />στενοχωριέμαι (α. «Κύριε, μή σκύλλου», ΚΔ<br />β. «σκύλλεται και καταπονείται», Διογ. Οιν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] («τοὺς ἐν τοῑς ἱεροῑς ἀποτεταγμένους σκύλλειν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σκύλλομαι [[κάρη]]» — [[τραβώ]], [[μαδώ]] τα μαλλιά μου (Νικ. Αλεξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], το ρ. [[σκύλλω]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[σκάλλω]] «[[σκαλίζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[σκάλλω]]) με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -<i>υ</i>, ενώ, κατ' άλλους, έχει σχηματιστεί με συμφυρμό τών [[σκάλλω]] και [[μιστύλλω]] «[[κομματιάζω]]». Το ρ. συνδέεται [[επίσης]] με τη λ. [[σκῦλον]]. Η σημ. του ρ. εξελίχθηκε από την αρχική [[έννοια]] του τ. <i>σκύλλονται</i> «κατασπαράσσονται, ξεσχίζονται» στην [[έννοια]] του «[[ενοχλώ]], [[στενοχωρώ]], [[ταράζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκύλλω:''' αόρ. αʹ <i>ἔσκῡλα</i> — Παθ., παρακ. <i>ἔσκυλμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ξεσχίζω]], [[γδέρνω]], [[κατακρεουργώ]], [[κατασπαράζω]] — Παθ., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[βάζω]] σε μπελά, [[ταλαιπωρώ]], [[τυραννώ]], [[ενοχλώ]], Λατ. vexare, σε Καινή Διαθήκη — Παθ. ή Μέσ., <i>μὴ σκύλλου</i>, μην ενοχλείσαι, στο ίδ.· <i>ἐσκυλμένοι</i>, δυσαρεστημένοι, αναστατωμένοι, ενοχλημένοι, στο ίδ.
}}
}}