Anonymous

διεκφεύγω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α) [[εκφεύγω]]<br /><b>1.</b> [[ξεφεύγω]] [[μέσα]] από [[κάτι]], [[διαφεύγω]]<br /><b>2.</b> (με αντικ. που δείχνει ότι υπάρχει ή επίκειται [[κίνδυνος]]) [[ξεφεύγω]], [[ξεγλιστρώ]] («οὕτω δὲ τὸν κίνδυνον διεκφυγόντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αναφορικά με τη [[νόηση]]) [[ξεπερνώ]] τη διανοητική [[ικανότητα]] κάποιου, δεν μπορεί να μέ καταλάβει («η [[θεωρία]] της σχετικότητας διεκφεύγει τα όρια της συνηθισμένης μάθησης»)<br /><b>αρχ.</b><br />(αναφορικά με [[πάθος]] ή [[ελάττωμα]]) [[αποφεύγω]], απαλλάσσομαι.
|mltxt=(Α) [[εκφεύγω]]<br /><b>1.</b> [[ξεφεύγω]] [[μέσα]] από [[κάτι]], [[διαφεύγω]]<br /><b>2.</b> (με αντικ. που δείχνει ότι υπάρχει ή επίκειται [[κίνδυνος]]) [[ξεφεύγω]], [[ξεγλιστρώ]] («οὕτω δὲ τὸν κίνδυνον διεκφυγόντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αναφορικά με τη [[νόηση]]) [[ξεπερνώ]] τη διανοητική [[ικανότητα]] κάποιου, δεν μπορεί να μέ καταλάβει («η [[θεωρία]] της σχετικότητας διεκφεύγει τα όρια της συνηθισμένης μάθησης»)<br /><b>αρχ.</b><br />(αναφορικά με [[πάθος]] ή [[ελάττωμα]]) [[αποφεύγω]], απαλλάσσομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διεκφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]] ολοκληρωτικά, γλιτώνω, σε Πλούτ.
}}
}}