Anonymous

χώομαι: Difference between revisions

From LSJ
1,118 bytes added ,  30 December 2018
6
(47c)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> οργίζομαι, [[θυμώνω]]<br /><b>2.</b> <b>(σπάν.)</b> ταράζομαι, συγχύζομαι<br /><b>3.</b> (με γεν. προσ. ή πραγμ.) εξοργίζομαι εξαιτίας κάποιου<br /><b>4.</b> (με δοτ. προσ. και αιτ. πραγμ.) [[θυμώνω]] με κάποιον για [[κάτι]] («μή μοι [[τόδε]] χώεο», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο ο [[φωνηεντισμός]] όσο και η σημ. του ρ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χωόμενος</i> «συγχεόμενος», Αρίσταρχος) οδηγούν στη [[σύνδεση]] του με το ρ. <i>χέω</i>. Ο [[σχηματισμός]] του τ., εξάλλου, από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>χω</i>- της ρίζας του <i>χέω</i> θυμίζει ανάλογους μεταρρηματικούς σχηματισμούς, όπως λ.χ. [[πλέω]]: [[πλώω]], [[ῥώομαι]]].
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> οργίζομαι, [[θυμώνω]]<br /><b>2.</b> <b>(σπάν.)</b> ταράζομαι, συγχύζομαι<br /><b>3.</b> (με γεν. προσ. ή πραγμ.) εξοργίζομαι εξαιτίας κάποιου<br /><b>4.</b> (με δοτ. προσ. και αιτ. πραγμ.) [[θυμώνω]] με κάποιον για [[κάτι]] («μή μοι [[τόδε]] χώεο», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο ο [[φωνηεντισμός]] όσο και η σημ. του ρ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χωόμενος</i> «συγχεόμενος», Αρίσταρχος) οδηγούν στη [[σύνδεση]] του με το ρ. <i>χέω</i>. Ο [[σχηματισμός]] του τ., εξάλλου, από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>χω</i>- της ρίζας του <i>χέω</i> θυμίζει ανάλογους μεταρρηματικούς σχηματισμούς, όπως λ.χ. [[πλέω]]: [[πλώω]], [[ῥώομαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χώομαι:''' Επικ. προστ. [[χώεο]]· γʹ ενικ. Επικ. παρατ. [[χώετο]]· μέλ. [[χώσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐχωσάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. [[χώσεται]]· αποθ., είμαι θυμωμένος, οργισμένος, [[αγανακτώ]], σε Όμηρ.· χωόμενος [[κῆρ]], <i>θυμόν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κηρόθι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">1.</b> με δοτ. προσ., είμαι θυμωμένος με κάποιον, [[ὅτε]] [[χώσεται]] [[ἀνδρί]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ. ή πράγμ., <i>χωόμενος γυναικός</i>, σχετικά ή εξαιτίας αυτής, στο ίδ.· [[χώσατο]] δ' [[αἰνῶς]] νίκης τε καὶ ἔγχεος, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., μόνο στη [[φράση]], μή μοι [[τόδε]] [[χώεο]], μην οργίζεσαι, θυμώνεις μαζί μου γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}